Ο νέος γεωπολιτικός χάρτης που διαμορφώθηκε μετά το
«συνέδριο της
Βιέννης» χαρακτηρίστηκε από μια σχετική σταθερότητα και μια
μακρόχρονη περίοδο ειρήνης. Τα βασικά της χαρακτηριστικά
όπως προαναφέρθηκαν αποτέλεσαν το ευρωπαϊκό σύστημα
διακυβέρνησης στην διάρκεια ενός αιώνα μέσα στον οποίο είχαμε
μόνο μικρής εμβέλειας πολέμους με εξαίρεση τον
«Κριμαϊκό». Μέχρι
τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο δεν συμμετείχαν ποτέ πάνω από δύο
μεγάλες δυνάμεις σε πολεμική σύγκρουση. Επειδή όμως έπρεπε
να υλοποιηθούν άμεσα οι αποφάσεις της Βιέννης, λίγε εβδομάδες
μετά την λήξη του συνεδρίου η Αυστρία, η Ρωσία και η Πρωσία με
πρόσχημα την κοινή χριστιανική θρησκεία υπέγραψαν την συνθήκη
της
«Ιεράς Συμμαχίας». Δεν ήταν παρά ένα σύμφωνο αλληλοβοήθειας
σε ενδεχόμενες κοινωνικές και εθνικές ανατροπές...
Μπορεί η
«ιερά συμμαχία» να μην λειτούργησε ποτέ επί της
ουσίας, όμως στα μάτια των λαών εκείνης της εποχής απέκτησε
μυθικές διαστάσεις, συμβολίζοντας έναν ισχυρό συνασπισμό
δυνάμεων κατά της επανάστασης
.«Πράγματι περισσότερο από την
ηχηρή διακήρυξη, που οφείλεται στις μυστικιστικές εξάρσεις του
τσάρου, οι ενέργειες που ακολουθούν αποκαλύπτουν το αληθινό
πρόσωπο της ιεράς συμμαχίας: ένας σύνδεσμος αμοιβαίας βοήθειας
των απολυταρχικών ηγεμόνων εναντίον των λαϊκών βλέψεων που
γεννήθηκαν από την γαλλική επανάσταση.»(3)
Τους σκοπούς της συμμαχίας εφάρμοζε το
«συνέδριο της
Ευρώπης» στο οποίο από το
1815 συμμετείχε και η Αγγλία, ενώ από
το
1818 έγινε πενταμελές αφού εντάχθηκε και η Γαλλία. Το 1818
ήταν και η μόνη περίοδος στην οποία συσκέπτονταν ουσιαστικά και
ενεργούσαν άμεσα για την αντιμετώπιση κάθε είδους κινημάτων,
όπως αυτά των
φιλελεύθερων φοιτητών στο Τορίνο και στα
γερμανικά κρατίδια. Η τελευταία επέμβαση της «ιεράς συμμαχίας» έγινε
κατά των
Ισπανών φιλελευθέρων στα τέλη του
1823. Τότε άρχισαν οι
πρώτοι τριγμοί στο καθεστώς που διαμορφώθηκε από το συνέδριο της
Βιέννης καθώς η Βρετανία τάχθηκε ανοιχτά κατά της επέμβασης. Η
αστυνόμευση από τα μεγάλα κράτη θα ζημίωνε τα συμφέροντα της
Βρετανίας στις αποικίες της που είχαν εξαπλωθεί πέραν του
Ατλαντικού και για αυτό τάχθηκε υπέρ της ανεξαρτησίας των
Λατινοαμερικάνικων χωρών και των
Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Την αρχή της καταστολής όλων των επαναστάσεων σύμφωνα
με το συνέδριο της Βιέννης κατέλυσε η
Ελληνική ανεξαρτησία του
1830 με την βοήθεια μάλιστα της Ρωσίας η οποία παρά την
δυσαρέσκεια της στα κινήματα αυτά υποστήριξε τους ομόθρησκούς
της, με αποτέλεσμα να κλονιστεί η συνοχή της «ιεράς συμμαχίας».
Το πιο σοβαρό ζήτημα που δίχασε για πολλά χρόνια τις
Ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως την Ρωσία και την Βρετανία, ήταν το
«Ανατολικό Ζήτημα». Δηλαδή ο αγώνας μεταξύ των μεγάλων
δυνάμεων για τα μεγαλύτερα οφέλη από την διάλυση της
Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας. Το
«Ανατολικό Ζήτημα» οδήγησε σε γενικευμένη
σύγκρουση το
1854 – 1856 με τον
Κριμαϊκό πόλεμο. Η Ρωσία δεν
ενδιαφερόταν μόνο για το μέλλον των ορθόδοξων λαών της
Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά κυρίως γιατί έβλεπε τα Βαλκάνια
ως φυσική προέκταση της , ενώ καταλαμβάνοντας τα στενά του
Βοσπόρου θα είχε πρόσβαση στη Μεσόγειο. Όμως τον ίδιο εμπορικό
δρόμο ήθελε να ελέγχει και η Βρετανία για να εξυπηρετεί τα
συμφέροντά της στην Ινδία.
Η Ρωσία προκάλεσε για ακόμη μια φορά ρήξη στις σχέσεις της με την Οθωμανική αυτοκρατορία με αφορμή την πρόθεση του Σουλτάνου να παραχωρήσει την φύλαξη των
Αγίων Τόπων σε Λατίνους μοναχούς (προστατευόμενους από την Γαλλία), κι όχι σε
Έλληνες μοναχούς που προστάτευε η ίδια.
Έτσι απαίτησε με
τελεσίγραφο την δημιουργία Ρωσικού προτεκτοράτου στους Αγίους
Τόπους. Στην άρνηση του Σουλτάνου απάντησε με εισβολή στην
υποτελή από τους Οθωμανούς
Μολδοβλαχία και με την καταστροφή
του Οθωμανικού στόλου. Η Αγγλία αποφάσισε να επέμβει και ζήτησε
την συνδρομή της Γαλλίας η οποία ανταποκρίθηκε ώστε να στηρίξουν τους Τούρκους.«
Η Ρωσική νίκη στην θάλασσα κατέστησε τον τσάρο λιγότερο αδιάλλακτο. Η Ρωσία
ήταν τώρα διατεθειμένη να διαπραγματευτεί με την Πύλη
συμβιβαστική λύση του ζητήματος των ιερών προσκυνημάτων και να
αποσύρει τα στρατεύματά της από την Μολδαβία και την Βλαχία, αν
απέσυραν τις ναυτικές τους δυνάμεις η Βρετανία και η Γαλλία από τα
στενά, οπού τις είχαν στείλει προκειμένου να στηρίξουν την Πύλη
και να ασκήσουν πίεση στην Ρωσία». (4)
Απέναντι στην κοινή εκστρατεία η Ρωσία πολιορκήθηκε για
ένα χρόνο στην Κριμαία σε ένα πόλεμο που είχε πολλές ανθρώπινες
απώλειες. Τον
Σεπτέμβριο του 1855 μετά τον θάνατο του τσάρου
Νικολάου του Α΄, οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν την
Σεβαστούπολη και ανάγκασαν το νέο τσάρο
Αλέξανδρο
τον Β΄ να συνθηκολογήσει. Στην ήττα της Ρωσίας συνέβαλε και το
γεγονός ότι ήταν διπλωματικά απομονωμένη ακόμη και από τον
παραδοσιακό της σύμμαχο την Αυστρία την οποία μάλιστα ο τσάρος
πριν από λίγα χρόνια
(1848) είχε βοηθήσει κατά της
Ουγγρικής
επανάστασης. Μια από τις συνέπειες του πολέμου ήταν
φυσικά η διάλυση της συντηρητικής
«ιεράς συμμαχίας». Η συμμαχική
διάσπαση των δυο μεγάλων δυνάμεων, Ρωσίας, Αυστρίας, έπαιξε
σημαντικό ρόλο, όχι μόνο στο μέλλον της διπλωματίας στα επόμενα
χρόνια αλλά και στην αναγέννηση των φιλελεύθερων εθνικών
κινημάτων.
«Το ρήγμα μεταξύ Αυστρίας και Ρωσίας αποτέλεσε
«διπλωματική επανάσταση» για την εποχή εκείνη. Κανείς δεν
μπορούσε να εγγυηθεί πλέον την διατήρηση του status quo στην
Ευρώπη, ενώ οι Αψβούργοι δεν υπολόγιζαν πια στην βοήθεια της
Ρωσίας και της Πρωσίας για την αντιμετώπιση κρίσεων που
αμφισβητούσαν την ακεραιότητα της πολυεθνικής αυτοκρατορίας
τους...» (5)
Ο Κριμαϊκός πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής για την
Ευρωπαϊκή διπλωματία, ενισχύοντας σημαντικά το γόητρο και το
ρόλο του
Ναπολέοντα του Γ’. Ο Γάλλος αυτοκράτορας για να
επικυρώσει την ειρήνη, συγκάλεσε το
«συνέδριο των Παρισίων» (1856),
το οποίο έβαλε τέλος στο καθεστώς και στο σύστημα που
εγκαθίδρυσε το συνέδριο της Βιέννης.
Παρά τις συμφωνίες των μεγάλων δυνάμεων και την επιβολή
της συντήρησης, στις Ευρωπαϊκές κοινωνίες επικρατούσε
επαναστατικός αναβρασμός. Τα κινήματα είχαν μεγάλη ένταση και
κορυφώθηκαν το
1848, προσλαμβάνοντας μάλιστα χαρακτήρα
παγκόσμιας επανάστασης για αυτό ονομάστηκαν
«η άνοιξη
των λαών». Τα κινήματα αυτά σχεδιάζονταν ως επί το πλείστον από
μορφωμένους ανθρώπους οι οποίοι αποτελούσαν ολιγάριθμες
ομάδες, μυστικές επαναστατικές αδελφότητες, στα μεσαιωνικά
πρότυπα, με ιεραρχία και τελετουργικό τυπικό. Οι λαοί της Ευρώπης
εξεγέρθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, όμως στην Γαλλία,στην
Ιταλία αλλά και στην Αυστρία οι διάφορες εθνότητες, πνίγηκαν στο αίμα.
Οι επαναστάτες του 1848 έκαναν ολοφάνερη πλέον την διαμάχη και την ταξική διαφορά μεταξύ των
εργατών και των αστών. Φυσικά ως συνέπεια των επαναστάσεων
ήταν η επαναφορά στο σύστημα διακυβέρνησης των απόλυτων μοναρχιών.
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στο σύστημα
διακυβέρνησης των κρατών στην Ευρώπη μετά την Γαλλική
Επανάσταση, ήταν η εμφάνιση και δημιουργία του
έθνους, του
εθνικού κράτους. Και παρά τα προβλήματα που δημιουργούσαν σε
αυτό οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, το εθνικό κράτος εμφανίστηκε
ως πανάκεια. Ο λαός πίστευε ότι η ανέχεια, η κοινωνική αδικία, η
ταξική και φυλετική καταπίεση θα εξαφανιζόντουσαν από την
δημιουργία ενός κράτους με εθνικούς θεσμούς, δηλαδή εκπαίδευση,
στρατό, διοίκηση, εθνικές εορτές και σύμβολα. Η
Ιταλική (1859 –
1870) και η Γερμανική ενοποίηση (1871) προώθησαν ακόμη
περισσότερο τον εθνικισμό και άλλαξαν τον συσχετισμό των
δυνάμεων και τα διπλωματικά δεδομένα στην Ευρώπη. Ο βασικός
διαμορφωτής των νέων καταστάσεων ήταν ο πρωθυπουργός και
υπουργός εξωτερικών της Γερμανίας
Ότο φον Βίσμαρκ. Ο νέος
καγκελάριος ήταν αυτός που επηρέασε όσο κανείς άλλος τις διεθνείς
σχέσεις και τις διπλωματικές εξελίξεις στην Ευρώπη. Ακολουθώντας
μια πολιτική συμμαχιών και ισορροπιών, προσπάθησε με κάθε
τρόπο να διατηρήσει η χώρα του την ισχύ της, αλλά και να
εξασφαλιστεί η ειρήνη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η Γερμανία
πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά μετά το
1870, διεκδίκησε την
πρωτοκαθεδρία της μέχρι τότε ηγετικής δύναμης, Βρετανίας. Η Ιταλία
από την άλλη μπορεί να μην ήταν ακόμη μια μεγάλη Ευρωπαϊκή
δύναμη, μπήκε όμως στην λέσχη των ισχυρών που διαμόρφωναν
ανάλογα με τα συμφέροντά τους το σύστημα ισορροπιών και τον
γεωπολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Ένα ακόμη σημείο που επηρέασε τις σχέσεις μεταξύ των
μεγάλων δυνάμεων και συνακόλουθα την διπλωματική τους πολιτική,
μέσω συγκρούσεων και συμμαχιών, ήταν και η αποικιοκρατική
πολιτική τους από το
1880 μέχρι τον
πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν
η εποχή που οι ιστορικοί ονομάζουν
«εποχή του ιμπεριαλισμού» όπου
τα συμφέροντα των μεγάλων χωρών Αγγλία, Ρωσίας, Γαλλίας αλλά
και των δυο νεοσύστατων κρατών Γερμανίας και Ιταλίας, έρχονταν
σε σύγκρουση και διατάρασσαν την πολιτική και στρατιωτική
ισορροπία στην Ευρώπη. Κι αυτό παρά το ότι αφορούσε αποικίες
εκτός της γηραιάς Ηπείρου, όπως για παράδειγμα τα συμφέροντα της
Γαλλίας και της Βρετανίας στην Αφρική και της Ρωσίας με την
Βρετανία στην Ασία.
Στην κρίση του
Ανατολικού Ζητήματος (1877 – 1878) οι
μεγάλες δυνάμεις έδειξαν για ακόμη μια φορά τις μεγάλες διαφορές
τους όταν πρόκειται να μοιραστούν την πίτα που ονομάζεται
συμφέροντα ή εδάφη στρατηγικής σημασίας. Συμμαχίες, διπλωματία
και πόλεμοι δοκίμασαν για ακόμη μια φορά την ικανότητα των
μεγάλων δυνάμεων στην σοβαρή αυτή κρίση σε μια περιοχή μάλιστα
που ήταν «καζάνι που έβραζε». Τον
Απρίλιο του 1877 ο τσάρος
Αλέξανδρος ο Β΄ κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής
αυτοκρατορίας με αφορμή τις σφαγές των τελευταίων κατά των
Βοσνίων και των
Βουλγάρων εξεγερθέντων. Οι Βρετανοί όπως είχαν
κάνει και με τον πόλεμο του
1854 κατά των Ρώσων δεν θα δίσταζαν
να το ξανακάνουν προστατεύοντας τα συμφέροντά τους σε μια
ενδεχόμενη επέκταση της Ρωσίας προς τον νότο. Παρόλα αυτά το
1878 οι Ρώσοι έφθασαν με τα στρατεύματά τους έξω από την
Κωνσταντινούπολη στο χωριό
Άγιος Στέφανος όπου και υποχρέωσαν τους Τούρκους να υπογράψουν την ομώνυμη συνθήκη
(3 Μαρτίου).