Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2007

ISAAC HAYES «Ένας θρύλος στην Ελλάδα»

Το Σάββατο 3 Μαρτίου, η On Stage και η Astra παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τον ζωντανό θρύλο της soul, Isaac Hayes, έναν από τους σημαντικότερους και με μεγαλύτερη επίδραση μαύρους μουσικούς όλων των εποχών, live, στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου (Tae Kwon Do). Μια μοναδική ευκαιρία για τους λάτρεις της μαύρης μουσικής να δουν από κοντά έναν από τους τελευταίους μεγάλους του είδους. Είναι η πρώτη και ίσως να είναι και η τελευταία φορά που θα τον δούμε στην χώρα μας για αυτό τρέξτε. Πάντως όσοι δεν τον γνωρίζετε παραθέτουμε ένα απόλυτα πλήρες βιογραφικό του.

Εξηντα πέντε ετών σήμερα, ο Isaac Hayes “κουβαλάει” πίσω του μία τεράστια καριέρα 40 και πλέον χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων συνεργάστηκε με ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της soul μουσικής, όπως οι Otis Redding, Johnnie Taylor, Bar Kays, Booker T. Jones (Booker T. and the MGs), Sam & Dave, Millie Jackson, Dionne Warwick και πολλοί άλλοι.
Υπήρξε ο πρώτος Αφρο-Αμερικάνος συνθέτης που κέρδισε βραβείο Oscar, για το μουσικό θέμα της ταινίας Shaft, το 1971, ενώ θεωρείται ένας από τους βασικότερους συντελεστές της περίφημης δισκογραφικής εταιρείας Stax Records.

Μέχρι σήμερα, έχει 7 Νο. 1 R & B albums (με το κλασσικό “Hot Buttered Soul” να ξεχωρίζει), έχει συμμετάσχει σε δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, ενώ τα τραγούδια του έχουν διασκευαστεί ή χρησιμοποιηθεί σαν samples από αμέτρητους σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως οι Massive Attack, Portishead, Tricky, TLC, TuPac Shakur, Eric B. And Rakim, Big Daddy Kane, Dr. Dre, Snoop Dog, Destiny’s Child, Ice Cube, Notorious B.I.G., Mase, DJ Quik, Yo To και άλλοι. Άλλωστε, αποτελεί μία από τις βασικότερες επιρροές της rap / hip hop σκηνής, αφού τόσο ο μονόλογος του Theme From “Shaft”, όσο και το περίφημο “Ike’s Rap” που ηχογραφήθηκε το 1970 (!!) – μια δεκαετία πριν από το, θεωρούμενο ως απαρχή του συγκεκριμένου μουσικού ρεύματος, “Rappers Delight” των Sugarhill Gang – είναι τα κομμάτια που στην ουσία έβαλαν τις βάσεις πάνω στις οποίες δούλεψαν αμέτρητοι μεταγενέστεροι μαύροι – και όχι μόνο – μουσικοί.

Το 2002 έγινε μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame, ενώ τρία χρόνια αργότερα εισήχθη και στο Songwriters Hall Of Fame, μαζί με τους Robert B. Sherman, Richard M. Sherman, Bill Withers, John Fogerty, Steve Cropper και David Porter, γεγονός φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που έχει συνθέσει τόσο σπουδαία και διαχρονικά κομμάτια, όπως το “Theme From Shaft”, το “Soul Man” και το “Hold On, I’m Coming”, μεταξύ άλλων.

Για την ανθρωπιστική του εκστρατεία, η οποία κρατάει χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσω του Isaac Hayes Foundation, τιμήθηκε από τη βασιλική οικογένεια της Γκάνα και φέρει πλέον και ο ίδιος – έστω και τυπικά – τη βασιλική ιδιότητα, κάτω από το όνομα Nene Katey Ocansey I.

Ο Isaac Hayes έχει κερδίσει τη θέση του ως μία από τις επιδραστικότερες –και παραγωγικότερες– προσωπικότητες της Αφρο–Αμερικανικής κουλτούρας, εδώ και πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα. Σπάνιος μουσικός και συνθέτης, συγγραφέας, ηθοποιός (χαρακτηριστικότατος ο ρόλος του ως “The Duke” στην περίφημη ταινία του John Carpenter «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη»), επιτυχημένος επιχειρη-ματίας και εξαιρετικός... μάγειρας (άλλωστε, δά-νειζε και τη φωνή του στον, διάσημο πλέον, χαρακτήρα του Chef από τη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων South Park, για εννέα περίπου χρόνια, πριν αποχωρήσει φέτος για λόγους δεοντολογίας), αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες παρουσίες του φετινού συναυλιακού χρόνου, ιδίως από τη στιγμή που είναι ελάχιστες οι φορές που μας επισκέπτονται τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες της soul μουσικής.



SOULSVILLE: Τα νεανικά χρόνια του Isaac Hayes

Ο Isaac Hayes γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1942, στο Covington του Tennessee, μία περιοχή που βρίσκεται γύρω στα 50 χιλιόμετρα νότια του Memphis.

Ορφάνεψε σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει, μαζί με την αδελφή του Willete, υπό την επίβλεψη και φροντίδα των γονέων της μητέρας του, Willie και Rushia Addie-Mae Wade, οι οποίοι εμφύσησαν στον Hayes την αγάπη τους για τις απλές απολαύσεις της αγροτικής ζωής. “Καλλιεργούσαμε μόνοι μας την τροφή μας, είχαμε καλαμπόκι και μελάσσα, ενώ ένας σάκος αλεύρι μπορούσε να μας κρατήσει για αρκετούς μήνες. Πέρα από το ότι εκτρέφαμε και λίγα ζώα, ο παππούς μου συχνά πήγαινε για κυνήγι κι επέστρεφε με μερικούς λαγούς, οπότε είμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι με αυτά που είχαμε. Όταν όμως μεταφερθήκαμε στο Memphis βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία.”

Δυστυχώς όμως, μετά τον πρόωρο χαμό των γονιών του, η ζωή έμελλε να δείξει ξανά το σκληρό της πρόσωπο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, η υγεία του παππού του άρχισε να χειροτερεύει ραγδαία. Από ένα σημείο και μετά έμεινε κατάκοιτος, για να πεθάνει τελικά όταν ο Isaac είχε φτάσει στην ηλικία των 11 ετών. «Τότε ήταν που αντιμετωπίσαμε πραγματικά δύσκολες στιγμές σαν οικογένεια», θυμάται ο ίδιος, «όταν ξεκίνησα να δουλεύω σε βαμβακοφυτείες και να κάνω, στην κυριολεξία, ένα σωρό διαφορετικές δουλειές, έτσι ώστε να τα βγάζουμε πέρα.»

Μοιάζει σαν ειρωνεία της τύχης, αλλά η τωρινή επίσημη κατοικία του, στο ανατολικό Memphis, έχει θέα σε αυτά ακριβώς τα λειβάδια όπου οι αφρο-αμερικάνοι καλλιεργούσαν το βαμβάκι –συνήθως για λογαριασμό των γαιοκτημόνων– επί δύο αιώνες. Ο Hayes, βέβαια, δεν έμεινε μόνο σε αυτό, αφού παράλληλα έκανε διάφορα θελήματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, γι’ αυτόν και την υπόλοιπη οικογένειά του. Κούρευε το γρασίδι σε κήπους, παρέδιδε τα ψώνια, καθώς και ξύλα για θέρμανση σε διάφορα σπίτια, ενώ στον...ελεύθερο χρόνο του καθάριζε τα παπούτσια των περαστικών στη Beale Street.

Για έναν έφηβο, όμως, η φτώχεια είναι πολύ σκληρή, ιδίως από τη στιγμή που συνδυάζεται με την πρώτη συνειδοτοποίηση που επέρχεται, συνήθως, σε αυτή την ηλικία. Στην περίπτωση του Hayes είχε ένα αποτέλεσμα που έμελλε να τον σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του. Αισθανόμενος μειονεκτικά απέναντι στους συνομηλίκους του, λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασής του, και πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να προσελκύσει τα κορίτσια επειδή δεν είναι καλοντυμένος, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Manassas High School, όπου φοιτούσε. Μετά από έξι εβδομάδες, μία αντιπροσωπεία καθηγητών κατέφθασε στο σπίτι του για να πει τα νέα στη γιαγιά του. «Θεέ μου, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί...», θυμάται, «αλλά εκείνοι το μόνο που της είπαν ήταν πως ‘αυτός ο νεαρός έχει πολλά να προσφέρει και δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον χάσουμε.’»

Οι καθηγητές μάζεψαν ορισμένα ρούχα και τα πρόσφεραν στον νεαρό Isaac, ο οποίος αποφάσισε να επιστρέψει στο σχολείο και να πάρει, τελικά, το απολυτήριό του. Αυτή η κίνηση τους χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό και την ψυχή του και αποτελεί το βασικό λόγο που ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο καταβάλοντας προσπάθειες για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και, αντίστοιχα, την εξάπλωση της –βασικής, τουλάχιστον– μόρφωσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στις φτωχές χώρες της Αφρικής. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Πολιτεία του Tennessee αποφάσισε να τον τιμήσει, εκείνος φρόντισε να μεταφέρει το αντίστοιχο βραβείο στο Manassas High School.

Ο Hayes τραγουδούσε στην εκκλησία από την ηλικία των πέντε, αλλά σταμάτησε όταν η φωνή του «έσπασε», στην εφηβεία. Λίγο αργότερα, μετά από προτροπή ενός σχολικού συμβούλου, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων, τραγουδώντας την επιτυχία του Nat King Cole, Looking Back. Όπως λέει ο ίδιος «όταν τελείωσα όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό! Πραγματικά ένιωσα υπέροχα! Μέσα σε μια νύχτα ένα σωρό κορίτσια, ακόμα και μερικά που πήγαιναν μία – δύο τάξεις πιο ψηλά από εμένα, με προσκαλούσαν να βγούμε για φαγητό! Αληθινή μεταστροφή στη μέχρι τότε ‘καριέρα’ μου! Έτσι, άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική στα σοβαρά.»

Αμέσως μετά, έγινε μέλος της σχολικής μπάντας και έμαθε να παίζει σαξόφωνο υπό την καθοδήγηση του Lucian Coleman, αδελφού του hard-bopper George Coleman. Παράλληλα, ο Hayes καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα παρακλάδια της μαύρης μουσικής, αφού τραγουδούσε gospel με τους Morning Stars, doo-wop με τους Sir Isaac and the Doo-Dads, τους Teen Tones και τους Ambassadors, ενώ έπαιζε και λίγη jazz με τους Ben Branch Band στο Club Tropicana, στο βόρειο Memphis. Αργότερα έπαιζε σαξόφωνο και τραγουδούσε blues στους Calvin Valentine and the Swing Cats, διασκέδαζε τους μαθητές μαζί με τους Missiles σε parties αποφοίτησης και, παράλληλα, έκανε εντατικά μαθήματα πιάνου.

Τα χρόνια της Stax

Ο Hayes αποφοίτησε τελικά σε ηλικία 21 ετών από το Manassas, το 1962. Ήταν η χρονιά αμέσως μετά από τις πρώτες του κυκλοφορίες της νέας δισκογραφικής εταιρείας με το όνομα Stax Records, μέρος της Satellite Records και του Satellite Record Store, το οποίο άνοιξε το 1958 και στεγαζόταν στο παλιό Capitol Theatre. O Hayes κέρδισε πολλές υποτροφίες από κολέγια, χάρη στο εξαιρετικό μουσικό ταλέντο του, αλλά επέλεξε να μην πάει σε κανένα από αυτά. Αντ’ αυτού, εντρύφησε αρκετά στις γνώσεις του στο πιάνο έτσι ώστε να βρει δουλειά με το βαρύτονο σαξοφωνίστα Floyd Newman στο Plantation Inn στο δυτικό Αρκάνσας. Ο Newman συνεργάστηκε –και αυτός– με την Stax Records στα τέλη του 1963: το “Frog Stomp” ήταν το μόνο solo single που ηχογράφησε ποτέ, στο οποίο συμμετείχε ο Hayes στη σύνθεση και στο πιάνο.

«Εκείνη την περίοδο που ήμουν εκεί», θυμάται ο Hayes, «ο Jim Stewart, ιδιοκτήτης της Stax, με κοίταξε και είπε, ‘Κοίτα, ο Booker T , από τους Booker T & the MG’s πήγε στην Ιντιάνα και χρειάζομαι κάποιον που να παίζει πλήκτρα. Τη θες τη δουλειά;’ Ναι!, είπα.» Οι πρώτες ηχογραφήσεις του, επί πληρωμή, ήταν με τον Otis Redding στις αρχές του 1964 και ο Hayes έγινε σύντομα μία πανταχού παρουσία στη Stax. Λίγο αργότερα, ο τραγουδιστής και στιχουργός David Porter πρότεινε στον Hayes να συνεργαστούν σα συνθέτες. Μετά από μερικές δειλές προσπάθειες για τον Porter (“Can’t See You When I Want To”) και την Carla Thomas (“How Do You Quit [Someone You Love]”, τα πάντα άρχισαν να προσλαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις.

Ως συνθέτες, ενορχηστρωτές και παραγωγοί, το δίδυμο Hayes-Porter έγινε το πολυτιμότερο αγαθό της Stax αρχίζοντας το 1966-67. Τα hits των Sam & Dave “You Don’t Know Like I Know”, “Hold On! I’m Comin’”, “Said I Wasn’t Gonna Tell Nobody” και “Soul Man”, το περίφημο R&B κομμάτι που κέρδισε βραβείο Grammy και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές μέχρι σήμερα, ήταν ανάμεσα στις 200 συνθέσεις των Porter-Hayes που έγιναν επιτυχίες. Για την Carla Thomas ήταν τα “Let Me Be Good To You” και “B-A-B-Y”, ενώ για το Johnnie Taylor ήταν το “I Had A Dream”.

Το ντεμπούτο σόλο του Hayes “Presenting Isaac Hayes”, ηχογραφήθηκε ως τρίο (με το μπασίστα των MG’s Duck Dunn και το ντράμερ Al Jackson) τις πρώτες πρωινές ώρες μετά από ένα ολονύχτιο πάρτυ της Stax. Το προσωπικό, αισθησιακό, με άρωμα τζαζ, τζαμάρισμα δεν κατάφερε να μπει στα charts, αλλά έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς μελλοντικούς δίσκους.

Η δουλειά του Hayes με τους Sam & Dave, Otis Redding, Booker T & the MG’s, Mar-Keys, Rufus & Carla Thomas και, γενικότερα, όλο το δυναμικό της Stax, έγινε ο ήχος γνωστός ως “Memphis Sound”. Άλλαξε τελείως την pop μουσική και επηρέασε τους πάντες, από τον Elvis Presley και το Ray Charles, μέχρι τους Beatles και τους Rolling Stones.

Στις 4 Απρίλη του 1968, ενώ η Stax οριστικοποιούσε την πώλησή της στην εταιρία Gulf & Western, ο Dr. Martin Luther King Jr. δολοφονήθηκε στο ξενοδοχείο Lorraine στο κέντρο του Μέμφις. Ο Hayes, ο οποίος υποστήριζε τον King στην μάχη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν προγραμματισμένο να τον συναντήσει εκείνη τη μέρα. «Με επηρέασε πάρα πολύ», είπε ο Hayes. «Για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν μπορούσα να δημιουργήσω. Είχα τόση πικρία και θυμό. Σκέφτηκα, τι μπορώ να κάνω; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γι’ αυτό θα γίνω επιτυχημένος και θα αποκτήσω δύναμη, ώστε να μπορώ να έχω μια φωνή που θα ακουστεί και θα κάνει τη διαφορά. Έτσι γύρισα στη δουλειά και ξανάρχισα να γράφω.”

Τα Χρόνια Της Enterprise Και Το Oscar Για Το “Shaft”

Ο Isaac Hayes ξαναβγήκε στην επιφάνεια το καλοκαίρι του 1969 με το album - ορόσημο “Hot Buttered Soul” και η καριέρα του Hayes δε θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Το LP ήταν μια συλλογή από τέσσερα οργιώδη, αισθησιακά κομμάτια, από την 12-λεπτη εκτέλεση του “Walk On By”, που άνοιγε το album, μέχρι το 18-λεπτο “By The Time I Get To Phoenix”, που το έκλεινε. Και οι δύο μεριές μπήκαν στο TOP 40 των R&B κομματιών. Το LP έμεινε στο Pop chart για 81 εβδομάδες! Ανάγκασε τη μουσική βιομηχανία να υπολογίσει, για πρώτη φορά, τη μουσική Soul ως μορφή τέχνης αποτυπωμένη σε άλμπουμ. Μία νέα εποχή Αφρο-κεντρισμού και Μαύρης Δύναμης ανέτειλε, και το να αφιερωθεί ολόκληρο το εξώφυλλο του δίσκου στο ξυρισμένο κεφάλι του Hayes ήταν μία δήλωση επανάστασης.

Το “Hot Buttered Soul“ κυκλοφόρησε κάτω από την ετικέτα της Enterprise (ναι, από το διαστημόπλοιο στο Star Trek), θυγατρικής της Stax, όπου ο Ηayes θα ηχογραφούσε για τα επόμενα πέντε χρόνια και θα έφερνε επτά Νο 1 albums! Στις αρχές των 70’s δεν υπήρχε εβδομάδα που δύο ή ακόμη και τρία albums του δεν ήταν στα charts.

Το 1970 βγήκαν στην αγορά δύο ακόμα δουλειές του, μέσα από τις οποίες επανακυκλοφόρησαν παλιότερα κομμάτια του σε μικρότερες εκτελέσεις: το “The Isaac Hayes Movement” (7 εβδομάδες Νο 1 με το “I Stand Accused”) και το “…To Be Continued” ( 11 εβδομάδες Νο 1, με την πρώτη έκδοση του “Ike’s Rap”.


Η άφιξη της ταινίας “Shaft“ το καλοκαίρι του 1971 με διπλό LP soundtrack και το ομώνυμο τραγούδι τίτλων ήταν καθοριστικό σημείο για την καριέρα του. To τρίο που αποτέλεσαν ο Isaac Hayes, ο πρωταγωνιστής της ταινίας Richard Roundtree και ο σκηνοθέτης Gordon Parks έδωσε σάρκα και οστά σε μία νέα εποχή «Μαύρης ενδυνάμωσης». Το “Shaft“ ήταν το πρώτο album στην ιστορία από solo μαύρο καλλιτέχνη που έφτασε Νο 1 - και στο Pop και στο R&B chart - για 14 εβδομάδες. Την επόμενη χρονιά, ο Hayes έγινε ο πρώτος αφροαμερικάνος συνθέτης που κέρδισε βραβείο Oscar για την καλύτερη μουσική σε ταινία. Στις επόμενες δεκαετίες συνέχισε να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.

Το 1971 και ενώ το “Shaft” ακόμη μεσουρανούσε, ο Hayes κυκλοφόρησε ένα καινούριο διπλό LP, με τον τίτλο Black Moses (No 1 για 7 εβδομάδες, το οποίο περιείχε και το διάσημο “Never Can Say Goodbye”), ένα προσωνύμιο που θα τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια αργότερα.

Αργότερα την ίδια χρονιά ήρθε το άλμπουμ “Joy“. Εκτός από το ομότιτλο κομμάτι, μία crossover R&B και pop επιτυχία, περιείχε και το “I Love You That’s All”, το οποίο στο μέλλον σάμπλαραν πολλοί, από τις TLC και τους Massive Attack μέχρι τους Eric B. & Rakim και Big Daddy Kane. Στην τελευταία δεκαετία, η μουσική του Hayes έχει σαμπλαριστεί – επισήμως – 200 φορές σε ηχογραφήσεις από Dr. Dre, Snoop Dog, Dj Quik, Ice Cube, Destiny’s Child, Tricky, Portishead (στο περίφημο “Glory Box”), TuPac Shakur και Notorious B.I.G.




Μια Νέα Εποχή / Κινηματογράφος Και Τηλεόραση

Το 1974 οι σχέσεις του με τη Stax/Enterprise είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και χαλαρότερες, λόγω επαγγελματικών διαφωνιών. Έτσι, το 1975, ο Hayes ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία μέσω της ABC Records: την HBS (ή Hot Buttered Soul). Με το πρώτο του νέο album, “Chocolate Chip“ (No 1 για 7 εβδομάδες με το ομότιτλο R&B hit), έδειξε ότι μπορεί να προσαρμοστεί στην εποχή της disco, κρατώντας όμως την προσωπική του μουσική ταυτότητα άθικτη.

Ακολούθησαν τρία νέα albums στην HBS το 1976, τα οποία μπήκαν στο Top 20 των R&B charts: “Disco Connection“, “Groove-A-Thon“ και “Juicy Fruit (Disco Freak)”. Η περιοδεία του με τη Dionne Warwick στις αρχές του 1977, αποτυπώθηκε σε βινύλιο στην τελευταία ηχογράφηση της HBS, αφού οι οικονομικές δυσκολίες ήταν πολλές και ανάγκασαν τον Hayes να δηλώσει χρεοκοπία.

Ξαναβγήκε στην επιφάνεια στα τέλη του 1977 με ένα νέο δισκογραφικό συμβόλαιο, αυτή τη φορά στην Polydor, χρησιμοποιώντας ως νέα του βάση την Ατλάντα και με νέο album, το “New Horizon”. Ακολούθησαν δύο ακόμα κυκλοφορίες, τα “For The Sake Of Love” και “Don’t Let Go”.

Έπειτα έφτασε η εποχή όπου ο Hayes άρχισε να παίζει μικρούς ρόλους σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες αλλά και σειρές. Το 1981 έπαιξε τον κακό Duke στην ταινία του John Carpenter Escape From New York, ενώ το 1985 έπαιξε ρόλους σε σειρές όπως A-Team και Miami Vice, στην τηλεοπτική ταινία Jailbait: Betrayed by Innocence, καθώς και σε δύο ακόμα κινηματογραφικές ταινίες, Counterforce και Dead Aim (1987).

Από τότε, δεν πέρασε ούτε χρόνος που να μην έπαιξε έναν και δύο ρόλους σε ταινίες. Ανάμεσα στις 36 που έχει κάνει, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι οι:

Fire, Ice & Dynamite (με τον Roger Moore), Guilty As Charged (με τον Rod Steiger), Final Judgement (με τον Brad Dourif, 1992), Posse (με τον Mario Von Peebles, 1993), Ρομπέν των Δασών: Οι Ήρωες με τα Κολάν του Mel Brooks (1993), It Could Happen To You (με τον Nicolas Cage, 1994), Once Upon A Time… When We Were Colored (με τον Richard Roundtree, 1995), Flipper (με τον Paul Hogan, 1996), Six Ways To Sunday (με τη Debbie Harry, 1997), Ninth Street (με τον Martin Sheen, 1999, για την οποία έγραψε και το soundtrack), Reindeer Games (με τον Ben Affleck, 2000), Shaft (re-make με τον Samuel L. Jackson, 2000), A Man Called Rage (με τον Lance Henriksen, 2002) και την ολοκαίνουρια τηλεταινία Book Of Days (με τον Will Wheaton).

Την ίδια στιγμή, κρατούσε διάφορους ρόλους, μικρούς αλλά και μεγαλύτερους, σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές όπως οι “Tales From The Crypt”, “The Fresh Prince Of Bel-Air”, “Sliders”, “The Hughleys”, “The Education Of Max Bickford”, “Fastplane”, και πιο πρόσφατα στη σειρά “Girlfriends” με την Tracee Ellis Ross.

Από μουσικής πλευράς, ο Hayes είχε γυρίσει στο προσκήνιο στα τέλη του 1986 με νέο συμβόλαιο στην Columbia και νέο album, το “U-Turn“, με single μία νέα έκδοση του “Ike’s Rap”. Το τραγούδι είχε τόσο έντονο μήνυμα ενάντια στο κρακ, που ο στίχος “Don’t Be A Resident Of Crack City” (Μην είσαι κάτοικος της πόλης του κρακ), έγινε σλόγκαν ενός κέντρου αποτοξίνωσης στο Detroit.


Το κάλεσμα Της Αφρικής

Ο ρόλος του Hayes ως ανθρωπιστή έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν ταξίδεψε με τον Barry White στην Ακτή του Ελεφαντοστούν, στην Αφρική, στα τέλη του 1991, για να γυρίσει ένα video clip για το single του White “Dark And Lovely (You Over There)”.
Όταν γύρισε στην Αμερική, ο Hayes βγήκε στο δρόμο και μίλησε σε Αφροαμερι-κάνικες κοινωνικές ομάδες και σε εκθέσεις σε όλη τη χώρα. Ενθάρρυνε όλους όσους γνώριζε να επισκεπτούν την Αφρική, αν μπορούσαν, να μιλήσουν με τους ανθρώπους εκεί ή τουλάχιστον να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Σε μία τελετή που έγινε προς τιμήν του στη Γκάνα, τον Δεκέμβρη του 1992, συμμετείχαν και οι Public Enemy, οι οποίοι έδωσαν εκεί συναυλίες με τoν Hayes.


Παιδεία και Μόρφωση

Ο Hayes έχει δείξει μεγάλη αφοσίωση στην καμπάνια για την εξάπλωση του μηνύματος ότι η παιδεία και η μόρφωση είναι τα κλειδιά για την ελευθερία και την ευημερία στον κόσμο. Το 1993 έγινε επίσημα ο διεθνής εκπρόσωπος για την καμπάνια “Εφαρμοσμένη Εκπαιδευτική Σταυροφορία για την Παγκόσμια Παιδεία”. Πολύ σύντομα μετά από αυτό, ίδρυσε το Ίδρυμα Isaac Hayes (The Isaac Hayes Foundation), του οποίου αποστολή είναι να βοηθήσει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ολοκληρωθούν, μέσα από τη μόρφωση, τη μουσική παιδεία και μέσα από προγράμματα που ενισχύουν την αυτοεκτίμηση του ανθρώπου.

Το 1995, μόλις είχε υπογράψει νέο συμβόλαιο με τη Virgin Records, κυκλοφόρησε δύο νέα CDs: το “Raw And Defined” και το “Branded”.
Το 1998 συμμετείχε στο “Blues Brothers 2000” soundtrack, μαζί με καλλιτέχνες όπως οι B. B. King, Gary US Bonds, Eric Clapton, Bo Diddley, Dr. John, Billy Preston, Lou Rawls, Koko Taylor, Jimmie Vaughan, Steve Winwood, Grover Washington και πολλούς άλλους.

Το Σάββατο 3 Μαρτίου, ο Isaac Hayes και η πολυμελής ορχήστρα του θα βρίσκονται στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου για μια συναυλία που προβλέπεται να μείνει αξέχαστη σε όσους την παρακολουθήσουν.

Εισιτήρια προπωλούνται - προς 45 € (αρένα), 55 € (κερκίδα).

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

ΕΛΕΝΗ ΚΑΡΑΙΝΔΡΟΥ

Ήταν από τις λίγες φορές που μια συνέντευξη με καλλιτέχνη μας δημιούργησε το αίσθημα της ζήλειας. Πραγματικά πρόκειται για μια σπουδαία μουσικό και έναν αληθινό άνθρωπο. Θα θέλαμε να είμασταν στην θέση της. Να γράφουμε αυτά που γράφει, να λέμε αυτά που λέει και να ζούμε τόσο λιτά όσο εκείνη. Η Ελένη Καραίνδρου είναι απόλυτα σαγηνευτική και σε παγιδεύει στο μυαλό της που σκέφτεται πολλά και λέει λίγα. Αξίζει λοιπόν να αναδημοσιεύσω στο blog μια συνέντευξη που της έκανα για λογαριασμό του περιοδικού Os3, την οποία πιστεύω θα βρείτε ενδιαφέρουσα.

«Μια Κυριακή πρωί λίγο πριν μπει ο χειμώνας. Η εξαίρετη συνθέτρια μας άνοιξε το σπίτι της αλλά και την ψυχή της. Μια συνέντευξη αποκλειστικά για το Οs3 ,όπου θα ανακαλύψετε την θαυμάσια γυναίκα που κρύβεται πίσω από μια μεγάλη πιανίστα..»

Ανακάλυψε την αγάπη της για το πιάνο στα επτά της χρόνια. Κάτι που θα την ακολουθεί σε όλη της την ζωή:

«Η σχέση μου με το πιάνο είναι καθοριστική. Όμως άρπαζα κάθε τι που άκουγα σαν σφουγγάρι. Τα χρόνια εκείνα είναι πηγή για πολλά πράγματα που κάνω. Από το rock’n’roll που άκουγα ,τις άριες και τις όπερες, μέχρι τις ταινίες που έβλεπα κρεμασμένη από τον τοίχο του θερινού σινεμά ΦΛΕΡΥ στους Αμπελόκηπους.»

Η Ελένη Καραϊνδρου θεωρεί την σύνθεση αυτοσχεδιασμό:

«Το κλικ συνέβη όταν άγγιξα για πρώτη φορά τα πλήκτρα του πιάνου .Δεν περίμενα όπως τα άλλα παιδάκια ,να μου πει η δασκάλα να μελετήσω τις κλίμακες. Δεν με ενδιέφερε να αποτυπώσω κάτι απλώς για να μείνει στην ιστορία .Ίσως τα ωραιότερα πράγματα που έχω γράψει είναι αυτά που δεν έγραψα ποτέ....»

Της ζητήσαμε να μας πει τι σημαίνει η λέξη ταλέντο. Ευθύς μας εξήγησε ότι είναι εναντίον των ορισμών, γιατί όταν προσπαθείς να ορίσεις κάτι, το περιορίζεις:

«Για μένα ταλέντο –υποστηρίζει η συνθέτρια – δεν είναι μόνο η κλίση, είναι και το γούστο ,η αισθητική κατεύθυνση και η εργατικότητα. Ταλέντο είναι και μία ώθηση τρομακτική που δεν σε αφήνει να μην ολοκληρώσεις κάτι.....»

Την θεωρούν μία από τις σημαντικότερες συνθέτριες. Μας έχει χαρίσει συγκλονιστικές στιγμές μέσα από τα τραγούδια της, που μερικές φορές σε πονούν βαθιά στην ψυχή. Για λίγο όμως, καθώς ακολουθεί η λύτρωση:

« Εγώ δεν γράφω εγκεφαλικά ,γράφω συγκινησιακά .Όταν γράφω κάτι ,είτε είναι τρία λεπτά ,δέκα ,είκοσι δεν έχει σημασία το γράφω μονορούφι ,δεν το αλλάζω ποτέ. Μπαίνω σε μια κατάσταση σαν να φτιάχνομαι...»

Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της ,αλλά και της ζωής μας ,η συνεργασία της με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Έχει γράψει την μουσική για τις περισσότερες από τις ταινίες του:

«Είχε ακούσει μια δουλειά μου (ΡΟΖΑ –1982 ) και του είχε μιλήσει μέσα του. Ο Θόδωρος δεν είναι επαγγελματίας ,είναι ποιητής. Υπάρχουν πολλά μουσικά θέματα –σε αντίθεση με ότι συμβαίνει συνήθως στο σινεμά – πάνω στα οποία γυρίστηκαν σκηνές. Το βαλς του Μελισσοκόμου γυρίστηκε πριν. Το rock της καντίνας, η σκηνή της σύγκρουσης των δύο γενεών, γυρίστηκε πάνω στην μουσική. Όταν ο Θόδωρος μου λεει μια κουβέντα, καταλαβαίνω δέκα και αισθάνομαι ακόμη περισσότερα .Ξέρετε εμπνέομαι από το όραμά του και συγκινούμαι από τις ιδέες του....»

Η νεολαία αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος του κοινού που παρακολουθεί τις συναυλίες της, υποστηρίζει η Ελένη Καραίνδρου. Και παρά τους αφορισμούς που χρησιμοποιούν διάφοροι κατά καιρούς, για την κενότητα ,την αδιαφορία και την έλλειψη γνώσης των νέων ανθρώπων, εκείνη έχει διαφορετική αντίληψη:

« Οι νέοι άνθρωποι είναι οι μόνοι που δεν βιάζονται. Βιάζονται αυτοί που τρέχουν να κάνουν καριέρα, λεφτά και χαλάνε. Η νεολαία ψάχνεται και τους πιστεύω. Είναι αγνοί. Στα πρόσωπά τους βλέπω το μέλλον όλου του κόσμου...»

Στις μέρες μας κυριαρχεί η ηλεκτρονική μουσική. Νέα ρεύματα δημιουργούνται συνεχώς. Ακόμη και ροκ συγκροτήματα χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο ήχους, που δημιουργούν μέσα από ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Και η ίδια το 1982 είχε χρησιμοποιήσει συνθεσάιζερ σε συνδυασμό με συμφωνική ορχήστρα. Τι πιστεύει λοιπόν για τις σύγχρονες μουσικές τάσεις:

« Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει αυθεντικότητα και βαθιά αναζήτηση. Οι τέχνες που δεν είναι ουμανιστικές δεν με απασχολούν. Δεν με ενδιαφέρει ένας που έχει τα κομπιουτεράκια του ,παίζει και νομίζει ότι είναι μουσικός. Δεν μπορώ να πω όμως ότι δεν μου αρέσει η ηλεκτρονική μουσική του PHILLIP GLASS.Ο μουσικός που αναζητά διαφορετικούς ήχους είναι σημαντικός. Το να είσαι καλλιτέχνης είναι μια επικίνδυνη περιπέτεια ,δεν ξυπνάς ένα πρωί και γράφεις έναν εκπληκτικό δίσκο. Όπως για παράδειγμα κάποιοι ζωγράφοι παίρνουν ένα μυστρί και ξαφνικά αυτό είναι τέχνη...»

Πως ξεκινά όμως να γράφει ένα τραγούδι; Πρέπει λεει να κοιτάζεις το θέμα σου κατάματα και να το ξορκίζεις. Δεν μπορεί να γράφεις για ξεριζωμένους και για μεγάλες ανθρώπινες οδύνες με ανάλαφρο τρόπο:


« Θα το δεις το πράγμα μες τα μάτια και πρέπει να καείς μέσα σε αυτό .Και από κει αν έχεις κότσια και αντέχεις θα λυτρωθείς. Εκφράζει μια μελαγχολία η μουσική μου. Πολλοί άνθρωποι με έχουν σταματήσει στον δρόμο και μου είπαν ότι έχουν κλάψει με την μουσική μου ,αλλά μετά έχουν νοιώσει μια περίεργη ευτυχία. Αισθάνομαι κάτι σαν γέννα ,σαν ταραχή μέσα μου λίγο πριν αρχίσω να γράφω.....»

Δεν έχει υπογράψει ποτέ συμβόλαιο με δισκογραφική εταιρία, παρά το ότι έχει κυκλοφορήσει πολλούς δίσκους. Θεωρεί ότι κανείς δεν μπορεί να της υποδείξει πότε και τι θα κάνει με τον μεγάλο της έρωτα ,την μουσική. Πριν από μερικά χρόνια κυκλοφόρησε έναν εκπληκτικό δίσκο, τις Τρωάδες. Είναι η μουσική επένδυση του θεατρικού έργου του Ευριπίδη που ανέβασε στην Επίδαυρο ο σύζυγός της, Αντώνης Αντύπας. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από την εταιρία ΕCM και μάλιστα με την επιμέλεια του διευθυντή της Manfred Eicher:

«O άνθρωπος είναι μια προσωπικότητα που εμπεριέχει μια ιδιοφυία. Είναι αχτύπητος στην δραματουργία του δίσκου. Όσο για τις Τρωάδες, το θεώρησα μεγάλο έργο, αντιπολεμική κραυγή. Αισθάνθηκα ότι χρωστάω κάτι σε αυτό το έργο. Και πιστεύω ότι με αυτό ολοκλήρωσα έναν κύκλο,πολύ σημαντικό.....»

Η μεγάλη κρίση των ημερών μας σε σχέση με την μεγάλη πτώση των πωλήσεων των δίσκων δεν φαίνεται να επηρεάζει την δισκογραφία της λεει η μεγάλη πιανίστα και συνθέτης. Το δικό της κοινό είναι συγκεκριμένο και μικρό. Περιθωριακό μεν, φανατικό δε:

« Είμαστε ένα περιθώριο που κατάφερε με το Βλέμμα του Οδυσσέα να πουλήσει 200.000 δίσκους. Έχουμε ένα συγκεκριμένο κοινό που μπορεί να στερηθεί το φαγητό του ,αλλά θα πάει στο καλό σινεμά θα πάρει ένα καλό δίσκο, θα αναζητήσει τέλος πάντων την πνευματική τροφή.....»

Το κασετόφωνο έκλεισε και η Ελένη Καραίνδρου άνοιξε το παλιό πικάπ και τοποθέτησε ένα βινύλιο, αποτέλεσμα της συνεργασίας της με τον νορβηγό σαξοφωνίστα JAN GARBAREC. To κομμάτι που μας έβαλε, τι άλλο, ένας αυτοσχεδιασμός. Από ένα σαξόφωνο και ένα πιάνο. Το πιάνο μιας μεγάλης συνθέτριας που με κάθε της δίσκο μας βουτά βαθιά, μία στο μαύρο και μία στο άσπρο. Που μας κάνει να νοιώθουμε σα να περπατάμε με τα μάτια κλειστά σε τεντωμένο σχοινί, ενώ κάποιος το κουνάει. Πάντα όμως φτάνουμε στο τέρμα. Κι εκεί, πατώντας σε στέρεο έδαφος, ανοίγουν ξαφνικά τα μάτια σου και σε τυφλώνει το φως της ελπίδας. Αυτή είναι η μουσική της Ελένης Καραίνδρου.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2007

ΚΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ!

Επιτέλους ένα ακόμη τριήμερο και τι τριήμερο! Απόκριες και Καθαρά Δευτέρα. Τι σημαίνει αυτό; Τρελλά πάρτυ, ποτά και μουσικές. Ευτυχώς για μας κανονίζουμε μόνοι μας τα πάρτυ που θα γίουν όπότε δεν θα ακούσουμε τις άθλιες καρναβαλικές μουσικές. Καθαρή Βραζιλιάνικη και Κουβανέζικη μουσική από γνήσια συγκροτήματα και παραδοσιακούς καλλιτέχνες.

Το τριήμερο θα ανέβω στην Φιλιππιάδα και ελπίζω να δω πολλούς από σας. Να επισημάνω και να προσκαλέσω, όσοι θέλετε τρελή διασκέδαση, ότι την Παρασκευή στο Βυζάντιο η παρέα μου, το Αρτινό Κομιτάτο διοργανώνει τον κλασικό «Κόκκινο Χορό» με live μουσική παρακαλώ, απο τους Los Trinidarios, κατευθείαν από την Κούβα. Στα ντέκς θα βρίσκεται ο φίλος μου Αλέξης Κατσαδοράκης, με απίστευτες - όπως πάντα- μουσικές.


Το Σάββατο στο «Εν Άρτη» ένα ακόμη πάρτυ μασκέ, με μουσική από πολλούς Dj´s. Όσοι βρίσκετε ενδιαφέροντα τα παραπάνω μην ντρέπεστε, είστε καλεσμένοι.


Το blog θα ανανεωθεί καλή Τρίτη και περιμένω γυρίζοντας στο γραφείο να βρώ μηνύματά σας για το που πήγατε και πως τα περάσατε!!


Αναμένω....

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2007

Άρτα εναντίον Φιλιππιάδας

(Κάντε κλικ για μεγέθυνση)
Ένα ακόμη κρατικό έγγραφο που βρέθηκε σε υπόγειο δημόσιας υπηρεσίας της πόλης μας και το οποίο αποκαλύπτει πράγματα και γεγονότα από το παρελθόν βλέπει το φως της δημοσιότητας μέσα από το blog. Είναι ένα ντοκουμέντο που μέσα σε λίγες αράδες μας δίνει πάρα πολλά στοιχεία που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Γραμμένο το 1969 από τον διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας Άρτας και με παραλήπτη την επιτροπή Βασιλικής Πρόνοιας, θέτει κάποια ερωτήματα που ταλανίζουν ακόμη και σήμερα δυο πόλεις που γειτνιάζουν. Ένας οικονομικός «πόλεμος» συμφερόντων και ανάπτυξης μεταξύ Άρτας – Φιλιππιάδας, που ξεκίνησε ένα αιώνα πριν και συνεχίζεται..

Πόσα πράγματα μπορεί να αντλήσει κανείς από ένα έγγραφο που δεν ξεπερνά την μια σελίδα; Η απάντηση είναι πάρα μα πάρα πολλά. Θέματα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως αναλύονται με μεστό τρόπο στην επιστολή που έστειλε τον Δεκέμβριο του 1969 ο τότε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας Άρτας, Μιλτιάδης Βυζανιάρης ο οποίος ήταν και ο οικονομικός διευθυντής της Παιδοπόλεως.

Ένα τεράστιο θέμα που προκύπτει είναι η διαμάχη μεταξύ Φιλιππιάδας – Άρτας, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και σε κοινωνικό. Η πρωτεύουσα του όμορου νομού, μια πόλη με μεγάλη ιστορία, εδώ και αιώνες, έχει φυσικά τα ηνία. Είναι μπροστά σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Μην ξεχνάμε ότι η Φιλιππιάδα, ουσιαστικά ένας μικρός οικισμός στις αρχές του 19ου αιώνα, προσπαθούσε και προσπαθεί να ορθώσει ανάστημα και να αποκτήσει την θέση που της αξίζει στον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής. Με δυσκολία από τις αρχές του 1900 και με βασικό πλεονέκτημα ότι είναι κομβικό σημείο για τρεις νομούς (Άρτας – Πρέβεζας – Ιωαννίνων), προσπαθεί να δημιουργήσει ένα διοικητικό κέντρο με πολλαπλά οφέλη για τους κατοίκους της.

Βασικό μειονέκτημα, ότι είναι κοντά σε μια μεγάλη πόλη, όπως η Άρτα. Παρόλα αυτά τα κατάφερε και σήμερα είναι ένα αυτοδιοικούμενο αστικό κέντρο, ένας Καποδιστριακός δήμος που ελέγχει πολλά μεγάλα χωριά και βέβαια, μια ευημερούσα πόλη με αυξημένο θα λέγαμε το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Να δούμε όμως ένα- ένα τα σημεία του εγγράφου που επιβεβαιώνουν όσα γράφουμε παραπάνω.

Καταρχήν μαθαίνουμε ότι για πρώτη φορά στα τέλη του 1969 αρχίζει να λειτουργεί στην Φιλιππιάδα, τράπεζα. Όχι βέβαια υποκατάστημα, αλλά πρακτορείο του κεντρικού καταστήματος της Εθνικής Τράπεζας Άρτας. Ο έλεγχος του πρακτορείου, όπως διαβάζουμε με έντονα γράμματα στο έγγραφο, ασκείται από τον διευθυντή της Άρτας, ο οποίος είναι και οικονομικός σύμβουλος στην Παιδόπολη. Το θέμα είναι ότι με διεργασίες του Δημάρχου Φιλιππιάδας, προσπαθούν να τοποθετήσουν στην θέση του οικονομικού συμβούλου Παιδόπολης, τον προϊστάμενο του πρακτορείου Φιλιππιάδας. Κάτι που μάλλον είναι σωστό, καθώς η Παιδόπολη υπάγεται στα διοικητικά όρια του δήμου. Πάντως ο κύριος Βυζανιάρης προσπαθεί φιλότιμα να κρατήσει την θέση, καθώς από αυτήν, όπως θα δούμε παρακάτω, προκύπτουν μια σειρά από οικονομικά οφέλη για την Άρτα.

Ο Δήμαρχος Φιλιππιάδας ζητά να γίνεται η προμήθεια τροφίμων και άλλων υλικών από την πόλη του, κάτι μάλλον φυσιολογικό. Στο έγγραφο βλέπεται ότι ο κύριος διευθυντής χαρακτηρίζει το αίτημα «αστείον» . Κι αυτός έχει δίκιο από την πλευρά του καθώς τα λεφτά που παίζονται για τις προμήθειες στην Παιδόπολη είναι πάρα πολλά σε καθημερινή βάση.

Βασικό επιχείρημα του διευθυντή για να παραμείνουν οι προμήθειες στην Άρτα είναι η έλλειψη ανταγωνισμού στην Φιλιππιάδα. Κι εδώ μαθαίνουμε ένα ακόμη στοιχείο. Ότι το 1969 στην πόλη μας λειτουργούσε μόνο μια μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Φαντάζομαι βέβαια ότι θα υπήρχαν αρκετές μικρότερες, τα λεγόμενα μπακάλικα.

Ένα ακόμη στοιχείο που προκύπτει από το εμπιστευτικό έγγραφο είναι ο αριθμός των κατοίκων στις δυο πόλεις, εκείνη την χρονιά. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της επιστολής, το 1969 στην Άρτα ζούσαν 27.000 κάτοικοι ενώ στην Φιλιππιάδα – κωμόπολη τότε – 5.000 άνθρωποι.

Ακόμη και σήμερα σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο υπάρχει αυτή η «κόντρα» μεταξύ των δυο πόλεων. Η αλήθεια είναι ότι η Άρτα βρίσκεται ένα επίπεδο πάνω από την Φιλιππιάδα σε πολλούς τομείς. Όμως από την άλλη, η Φιλιππιάδα στέκεται στα πόδια της ευημερεί, παρά τις κάποιες αδυναμίες τα προηγούμενα δέκα χρόνια και προσωπικά θεωρώ ότι με σκληρή δουλειά μπορεί να προκόψει και να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο.

Γράφοντας αυτό το άρθρο, η αλήθεια είναι ότι νοιώθω διχασμένος, για τον λόγο αυτό δεν παίρνω θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πόλης. Κι αυτό γιατί θεωρώ, πατρίδα μου και τις δυο πόλεις καθώς έλκω την καταγωγή μου και από την Άρτα και από την Φιλιππιάδα. Μεγαλώνοντας βέβαια στην πόλη των πελαργών νοιώθω λιγάκι πιο δεμένος αλλά δεν παύω να αισθάνομαι και Αρτινός.

Ελπίζω να πάρετε συγκεκριμένη θέση πάνω στο θέμα και θα ήθελα αν έχετε αντιληφθεί, να αναφέρετε διαφορές μεταξύ των δυο πόλεων , που υπερτερούν και που πάσχουν, ποια θεωρείται περισσότερο ευημερούσα και γιατί. Αναμένω σχόλια.

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2007

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ MOTOWN RECORDS




Η ιστορία της μεγαλύτερης δισκογραφικής εταιρείας «μαύρης μουσικής».Μιας ετικέτας που μας έκανε να αγαπήσουμε αυτό που ονομάζεται Soul και Funk μουσική. Το κυριότερο βέβαια είναι τα μουσικά διαμάντια που κυκλοφόρησαν μέχρι την δεκαετία του 90΄.

«Μαζεψα περισσότερα από 376 εκατομμύρια δολλάρια μέσα σε 16 χρόνια.Κάτι σωστό έχω κάνει και εγώ»... BERRY GORDY (1976)

H ιστορία της Motown είναι απλά η ιστορία του Berry Gordy Jr., o οποίος γεννήθηκε στο Ντιτρόιτ ,τον Nοέμβριο του 1929.
Η πορεία του στον χώρο της μουσικής ξεκίνησε όταν ο Berry άνοιξε το 1953 ένα δισκοπωλείο αποκλειστικά για τζαζ μουσική. Λίγους μήνες αργότερα, χρεοκόπησε και έπιασε δουλειά στην αυτοκινητοβιομηχανία Ford. Oσο καιρό ήταν εκεί δεν σταμάτησε να γράφει τραγούδια. Πρώτη του μεγάλη επιτυχία σαν συνθέτης ήταν το «Reet Petit» του Jackie Wilson.Tα επόμενα δύο χρόνια έγραψε για τον Wilson και άλλες επιτυχίες όπως το «Lonely Teardrops» και το «To be loved», που πολλά χρόνια αργότερα έγινε ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του.....


Μετά από αυτά αποφάσισε να κάνει ο ίδιος παραγωγή στα κομμάτια που έγραφε. Πρώτη του δουλειά το «Ooh shucks» των Five Stars. Ήταν η εποχή που άρχισε να ψάχνει ταλέντα, αφού στο μυαλό του σχεδίαζε να ιδρύσει μια δισκογραφική εταιρεία. Αυτό έγινε το 1958 όταν ηχογράφησε το «I need you» του Herman Griffin ,το οποίο θεωρείται το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε από την εταιρία πνευματικών δικαιωμάτων, Jobete, που δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά τα αρχικά των ονομάτων των παιδιών του, Hazel joy (Jo), Berry (Be) και Terry (Te).

Τον Ιανουάριο του 1959 δανείζεται 800 δολάρια από τούς γονείς του και ιδρύει την εταιρία Tamla. Η πρώτη κυκλοφορία ήταν το «Come to me» του Marv Johnson.Λίγους μήνες αργότερα με το «You got what it takes» ο Marv Johnson μπαίνει στα 10 πρώτα του Billboard.To τραγούδι έγραψε ένα συγκρότημα που ανακάλυψε ο ίδιος ο Berry,οι Miracles. Ήταν η πρώτη κυκλοφορία για την νέα του μητρική εταιρεία την Motown.

To 1960 ένα σχολικό γυναικείο γκρουπ από το Ντιτρόιτ περνά από οντισιόν. Ο Berry εντυπωσιάστηκε άλλα τους ζήτησε να τελειώσουν πρώτα το σχολείο και να ξαναπεράσουν. Έτσι και έγινε .Τον Ιανουάριο του 1961 κυκλοφόρησε το πρώτο τους σίνγκλ από την Tamla κάτω από το όνομα Supremes.
Επίσης το 1961 υπογράφει ένας νεαρός με το όνομα Marvin Gaye που έμελλε να γίνει ένα απο τα μεγαλύτερα αστέρια της εταιρείας.
Τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς υπογράφει και το πρώτο λευκό γκρούπ στην ιστορία της Μοtown. Ειναι οι Νick and the Jaguars.

Στα 1963 τις παραγωγές έχουν αναλάβει δύο αδέρφια ο Brian και ο Eddie Holland, μαζί με τον Lamont Dozier.Οι τρεις τους έφτιαξαν τον φοβερό ήχο που ονομάζεται The Motown Sound..
Ένα από τα μέλη των Miracles φέρνει για οντισιόν ένα 11χρονο τυφλό τραγουδιστή, τον Stevland Morris.Υπογράφει, αλλάζει το όνομά του σε Stevie Wonder και κυκλοφορεί ένα άλμπουμ –το πρώτο για την Motown – που σκαρφαλώνει στο No1 του επίσημου καταλόγου επιτυχιών της Αμερικής.
Καμία ιστορία για την Motown δεν θα ήταν ολοκληρωμένη αν δεν μιλήσουμε για τους θρυλικούς Funk brothers.´Ηταν οι μουσικοί που έπαιξαν σχεδόν σε όλες τις ηχογραφήσεις της εταιρείας την δεκαετία του 60΄. Πρόκειται για τον μπασίστα James Jamerson, τον ντράμερ Benny Benjamin, (χρειάστηκαν δύο ντράμερ για να τον αναπληρώσουν όταν πέθανε το 1969), τον κιθαρίστα Robert White και τον κημπορντίστα Earl Van Dyke. Ήταν τόσο πολύτιμοι που έπαιρνε ο καθένας από 25 έως 50 χιλιάδες δολάρια τον χρόνο, στις αρχές της δεκαετίας του 60΄.

Αρχές της δεκαετίας εκείνης και μιά σειρά εκπληκτικών μουσικών παρελαύνουν από την Motown. Gladys Night, Four Tops, Isley Brothers και φυσικά οι Temptations, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι μαζί με τούς Norman Whitfield και Barret Strong για αυτό που ονομάστηκε «Ψυχεδελική Σόουλ».
Το πρώτο πλήγμα για την Motown έρχεται το 1968 όταν αποχωρεί η θρυλική τριάδα των παραγωγών Holland – Dozier – Holland. Για δύο χρόνια μπαινοβγαίνουν στα δικαστήρια και αμέσως μετά ιδρύουν δύο ετικέτες. Την «Hot Wax» και την «Invictus».
Πάντως την ίδια χρονιά υπογράφουν στην Motown, Jacksons Five ,οι οποίοι ανεβάζουν μια σειρά από σίνγκλς στα δέκα πρώτα του καταλόγου επιτυχιών.

Εδώ πρέπει να πούμε ότι παρά τα συνεχόμενα εμπορικά τραγούδια που κυκλοφορούσε o Berry,αλλά και τις εμπορικές προθέσεις που του δικαιολογημένα του καταλογίζουν, το 1970 έφτιαξε μια ακόμη ετικέτα την Black Forum. Εκεί ηχογραφούσε ομιλίες και λόγους μαύρων ακτιβιστών όπως οι Dr. Martin Luther King, Stokely Carmichael, αλλά και μαύρους ποιητές όπως οι Langston Hughs, Margaret Danner.Δυστυχώς έκλεισε το 1973.

Οι επιτυχίες και στα σέβεντις διαδέχονταν η μία την άλλη κι ήταν αυτό η αιτία να μεταφέρει ο Berry τα γραφεία της εταιρείας στο Λος Αντζελες,κατι που προκάλεσε αίσθηση στους μουσικούς κύκλους. Το 1984 το άλμπουμ «Cant slow down» του Lionel Richie, έγινε το πιο μοσχοπουλημένο στην ιστορία της Motown.Πούλησε πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο.
Τον Ιούνιο του 1988 ο Berry Gordy πούλησε την Mοtown στις πολυεθνικές MCA και Boston Ventures.Οι επιτυχίες συνεχίζονται, καμία όμως δεν θυμίζει εκείνο το ένδοξο παρελθόν που άφησε εποχή και που σε όλους μας είναι γνωστό με τον τίτλο «The sound of young America».


Επισκεφθείτε την επίσημη ιστοσελίδα http://www.motown.com/

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2007

24 Απριλίου 1967 - «Τραγικός έρωτας στην Παιδόπολη»

(Κάντε κλίκ στην εικόνα για μεγέθυνση)
Η ιστορία δεν καταγράφει μόνο πολιτικές, οικονομικές ή άλλες κοινωνικές στιγμές στο πέρασμα του χρόνου. Πολλές φορές μέσα από τα αρχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας προκύπτουν μικρές ή μεγάλες, θλιβερές ή ευχάριστες προσωπικές ιστορίες. Με μια τέτοια θα ασχοληθούμε στο κύριο άρθρο, για να αναδείξουμε με αυτό τον τρόπο ότι οι ανθρώπινες αδυναμίες και τα πάθη, οι έρωτες και το μίσος γεννήθηκαν μαζί με τον άνθρωπο και θα πεθάνουν μαζί με αυτόν, αν πάψει ποτέ να υπάρχει ανθρώπινο είδος. Απολαύστε λοιπόν μια «ροζ» ιστορία και προς Θεού μην μας πείτε κουτσομπόληδες, ήταν ένα σοβαρό θέμα που κατέληξε με την τιμωρία των δυο πρωταγωνιστών μας.


Απρίλιος του 1967. Πάνε λίγες ημέρες που οι άμοιροι στρατηγοί θεώρησαν με το μικρό τους μυαλό (;) ότι θα σώσουν την χώρα. Στην παιδόπολη του Αγίου Αλεξάνδρου στον Ζηρό, η κατάσταση δεν θυμίζει σε τίποτε την ηλεκτρισμένη πολιτική ατμόσφαιρα που επικρατεί στα αστικά κέντρα της χώρας, ακόμη και στην Φιλιππιάδα, λίγα χιλιόμετρα παραπέρα.

Σε ένα καταπληκτικό καταπράσινο τοπίο οι λιγοστοί εργαζόμενοι απολαμβάνουν τον μεσημεριανό ύπνο, μαζί με τα παιδιά. Βέβαια τα ορφανά ονειρεύονται άλλα πράγματα. Κυρίως πότε θα μεγαλώσουν για να ξεφύγουν από την κόλαση που ζούσαν. Και μην κρυβόμαστε όσο και να προσπαθούσαν κάποιοι εργαζόμενοι οι συνθήκες ήταν απαράδεκτες.

Στο θέμα μας όμως. Την ανοιξιάτικη ραστώνη διακόπτουν ξαφνικά οι φωνές της διευθύντριας του ιδρύματος. Ο λόγος; Κάποιος καλοθελητής – από τους αθλίους που κυκλοφορούν και σήμερα και θα κυκλοφορούν πάντα - αποφάσισε να καταδώσει ένα ζευγάρι που ερωτοτροπούσε.

Η καταγγελία συγκλονιστική, ικανή για να ταράξει τα νερά της συντηρητικής κοινωνίας της περιοχής: Εργαζόμενος εθεάθη να εξέρχεται από το δωμάτιο υπαλλήλου της παιδόπολης και μάλιστα χωρίς τα παπούτσια του. Δυστυχώς η κατάληξη των δυο άτυχων νέων που διαπομπεύτηκαν επειδή ο ένας αγαπούσε τον άλλο, ήταν η απόλυση. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των εγγράφων και οι δυο ισχυρίστηκαν ότι ο έρωτάς τους ήταν πλατωνικός. Όμως για τα δεδομένα της εποχής η πράξη ήταν ανήθικη.

Χαρακτηριστικό για τα ήθη της εποχής αλλά και τις συνήθειες είναι το σημείο όπου ο νεαρός εργαζόμενος – εραστής παραδέχεται το γεγονός και ζητά να γίνουν εξετάσεις ώστε να αποδειχθεί η παρθενιά της κοπέλας. Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι το γεγονός ότι δεν το ζητά η ίδια η κοπέλα αλλά ο εραστής της. Και μόνο το γεγονός ότι θα υποβαλλόταν σε εξετάσεις φαντάζει σήμερα ανήκουστο. Κι όμως ήταν λογικό και δεδομένο τότε προκειμένου να σώσει κάποιος την τιμή και την υπόληψή του.

Να πούμε απλώς ότι για μας ο έρωτας σε όλες του τις μορφές είναι αυστηρώς προσωπικό και αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός. Κανείς μα κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παρέμβει, να κρίνει ή να λασπώνει αυτό που νοιώθουν δυο άνθρωποι. Και από την άλλη και είναι το πιο σημαντικό κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες οι ερωτευμένοι αναλαμβάνουν το κόστος των πράξεων τους και το αποτέλεσμα, αυτοί και μόνο αυτοί..

....Φανταστείτε πόσο πρέπει να πληγώθηκε και να διαπομπεύτηκε το θύμα της υπόθεσης δηλαδή η νεαρή κοπέλα που πριν από οποιαδήποτε απόφαση για απόλυση ζήτησε την κανονική της άδεια και υπέβαλε την παραίτησή της.

Για λόγους που αντιλαμβάνεστε έχουμε σβήσει τα ονόματα των πρωταγωνιστών της υπόθεσης.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2007

Rick James (1948-2004)


Διαβάζοντας κανείς τον τίτλο του blog, καταλαβαίνει ότι πέρα από την αγαπημένη μας πόλη και την πολιτική, θα ασχολούμαστε και με την μουσική. Καιρός λοιπόν για το πρώτο post αυτού του είδους.

Αφορμή για το αφιέρωμα που διαβάζεται είναι ότι σαν σήμερα το 1948 γεννήθηκε ένας κορυφαίος μουσικός του funk, o Rick James. Απολαύστε λοιπόν την ιστορία του και βέβαια ψάξτε να ακούσετε τραγούδια του! Θυμάστε άραγε την μεγάλη του επιτυχία και στην Ελλάδα, Super Freak;


O Rick James γεννήθηκε την 01 φεβρουαρίου του 1948 στο Buffalo της Νέας Υόρκης. Το πραγματικό του όνομα ήταν James Ambrose Johnson jr. Σε μικρή ηλικία, στα 15 του αποφασίζει να καταταγεί στο ναυτικό. Πήγε στον Καναδά και εκεί στο Τορόντο έγινε μέλος για πρώτη φορά ενός μουσικού γκρούπ, τους Mynah Birds. Δεν θα πιστέψετε ποιοί απάρτιζαν το σχήμα αυτό. Ο γνωστός σε όλους μας ρόκερ Neil Young, ο Bruce Palmer (και οι δυο αργότερα μέλη των Buffalo Springfield) και ο Goldie Mc John, μετέπειτα μέλος των Steppenwolf.


Αλλάζει το όνομά του σε Rick James και στα μέσα της δεκαετίας του 60΄ υπογράφουν συμβόλαιο με την θρυλική Motown. Δυστυχώς εξαιτίας πολλών προβλημάτων ενώ ηχογραφούν κάποια τραγούδια δεν κυκλοφορούν ποτέ δίσκο. Εδώ να σημειώσουμε ότι το «μέσον» κυριαρχούσε και κυριαρχεί τότε και σήμερα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική. Στην Motown λοιπόν υπέγραψαν επειδή ήταν ανιψιός του τρομερού Melvin Franklin των Temptations, οι οποίοι δούλευαν ήδη για την εταιρεία. Τέλος πάντων ο James μετακομίζει στο Detroit και τα υπόλοιπα μέλη στο Los Angeles.


Γίνεται όλο και καλύτερος στο μπάσο, ταξιδεύει μεταξύ Λονδίνου και Αμερικής και σχηματίζει ακόμη μία μπάντα, με τον τίτλο The Main Line. Το 1977 επιστρέφει οριστικά στις ΗΠΑ και δημιουργεί ένα ακόμη σχήμα, τους Stone City Band με τους οποίους πειραματίζετε στον ήχο που εξέλιξε, κάτι μεταξύ rock και funk.


Το 1978 κι ενώ γράφει τραγούδια για λογαριασμό άλλων καλλιτεχνών της Motown, ζητά από τον ιδιοκτήτη της, Berry Gordy να ηχογραφήσει ένα προσωπικό άλμπουμ. Έτσι κυκλοφορεί το «Come get it»(1978), από το οποίο γνωρίζουν επιτυχία τα τραγούδια, «You and i » και «Mary Jane», που ανεβαίνει μέχρι το Νο3 του μαύρου καταλόγου επιτυχιών. Επόμενο άλμπουμ το «Bustin out of L seven» (1979). Είναι η χρονιά που γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και αρχίζει περιοδεία με ένα γυναικείο συγκρότημα που δημιούργησε ο ίδιος, τις Mary Jane Girls, και τον νεαρό τότε Prince.


Ακολουθεί το μέτριο άλμπουμ «Following Garden of Love» και αμέσως μετά το πολυπλατινένιο και υποψήφιο στα γκράμμυ για δίσκο της χρονιάς «Street Songs» (1981). Τα τραγούδια που ξεχώρισαν ήταν το νούμερο ένα «Give it to me baby» και το γνωστό σε όλους μας «Super freak».


Το 1982 βοηθά στην παραγωγή τους Temptations, τις δικές του Mary Jane Girls και την Teena Marie. Το 1982 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Throwin down» που γίνεται χρυσό και τον Αύγουστο του 1983 ανεβαίνει για τρίτη φορά στο No1 των σίνγκλς με το τραγούδι Gold Blooded, από το ομόνυμο άλμπουμ, στο οποίο συμμετέχει και ο Smokey Robinson.


To 1985 βγαίνει στην αγορά το «Glow» και ξεχωρίζουν δυο τραγούδια, το ομόνυμο και το Can´t stop που ακούγεται στην ταινία « Ο μπάτσος του μπέβερλυ χίλς». Εν τωμεταξύ τα προβλήματα με τα ναρκωτικά και τον περίεργο χαρακτήρα του δεν έλεγαν να σταματήσουν όλα αυτά τα χρόνια. Μπαινοβγαίνει στις κλινικές αποτοξίνωσης και το 1986 δημιουργούνται μεγάλα προβλήματα με την Motown, με την οποία αρχίζει δικαστικός αγώνας. Σπάει το συμβόλαιό του και υπογράφει με την Reprise. Ο μάγος του Punk- Funk όπως τον ονομάζουν τα μέσα της εποχής ηχογραφεί το 1988 τον δίσκο «Wonderful», που περιέχει το νούμερο ένα σίνγκλ Loosey´s Rap , σε συνεργασία με την ράπερ Roxanne Shante.


Το 1990 ο ράπερ Mc Hammer γνωρίζει τρομερή επιτυχία με το U Can´t Touch This, τραγούδι που βασίζεται πάνω στον ρυθμό του Super Freak. Ο τρελός James του ζητά δικαιώματα που πλησιάζουν τα 40 εκατομμύρια δολάρια. Όπως υποστηρίζει στις συνεντέυξεις του, γ..... σαν κούνελος χιλιάδες νεαρές, αποφασίζει να σοβαρευτεί και παντρεύεται το 1997 την επί 11 χρόνια φίλη του, την χορεύτρια Tanya Hijazi, με την οποία αποκτούν ένα γιό.


Όλο αυτό το διάστημα συνεχίζουν τα προβλήματα με τα ναρκωτικά και την αστυνομία. Μπαινοβγαίνει στην φυλακή,το 1991 κατηγορείται για εμπόριο κοκαίνης ενώ το 1997 προσπαθεί να απομακρυνθεί από αυτά και να επιστρέψει στην μουσική.Ηχογραφεί το άλμπουμ «Urban Rapsody», το οποίο δεν γνωρίζει επιτυχία αλλά αποσπά καλές κριτικές. Συμμετέχουν οι Bobby Womack, Charly Wilson, Snoop Doggy Dog και πολλοί άλλοι.


Στις 6 Αυγούστου του 2004, στις 10 το πρωί τον βρίσκουν νεκρό στο σπίτι του κι όπως είπαν οι γιατροί πέθανε από φυσικά αίτια ή από καρδιακή προσβολή, κάτι που δύσκολα θα πιστέψουν όσοι ήξεραν τον θυελλώδη χαρακτήρα του και την αγάπη του για τα σκληρά ναρκωτικά.


Στο πάνθεον των αστέρων λοιπόν και ο Rick James. Ένας καλλιτέχνης που όσοι ασχολούνται με την μαύρη μουσική τον έχουν πολύ ψηλά στην εκτιμησή τους. Έτσι και μείς.


Θα ήθελα πάντως όσοι διαβάσετε το άρθρο και ενδιαφέρεστε να μην μείνετε εκεί αλλά να το σχολιάσετε... Άντε τώρα καλή ακρόαση Super Freaks!!!!!