Τετάρτη 4 Φεβρουαρίου 2009

Βουλγαράκης - Αξαρλιάν 1-0 (Η ντροπή της Δημοκρατίας)

Δεν υπάρχει χειρότερο πλήγμα για ένα γονιό από τον θάνατο του παιδιού του. Ο πόνος είναι ανείπωτος. Φωλιάζει μέσα στην ψυχή και το μυαλό του ανθρώπου και δεν σβήνει ποτέ. Είναι η μόνη περίπτωση που ο χρόνος δεν βοηθά. Σκεφτόμενος όλα αυτά επικοινώνησα με την Σταυρούλα Αξαρλιάν, την μητέρα του αδικοχαμένου Θάνου που χάθηκε το 1992 από χτύπημα της 17 Νοέμβρη, προσπαθώντας να είμαι όσο πιο διακριτικός. Παρόλο το σεβασμό στο πρόσωπό της αλλά και την μεγαλειώδη ευγένεια της, κατάλαβα από τον τόνο της φωνής της ότι έξυνα πληγές. Βαθιές και μόνιμες. Όταν την ρώτησα για το αν έχει λάβει κάποια αποζημίωση από το κράτος για τον αείμνηστο γιο της μου απάντησε ξεκάθαρα και χωρίς να το σκεφτεί. «Όχι. Δεν πήρα τίποτε. »

Ένοιωσα αμήχανα γιατί όταν συζητούσαμε το θέμα στην εφημερίδα και πριν επικοινωνήσω μαζί της, ήμουν βέβαιος ότι έχει πάρει αποζημίωση. «Υπάρχουν κι άλλοι συγγενείς θυμάτων που δεν έχουν ικανοποιηθεί», συνέχισε η κυρία Αξαρλιάν και διέκοψε την σκέψη μου.
Αυτή είναι η συμπεριφορά μιας ευνομούμενης πολιτείας απέναντι σε ανθρώπους που έχασαν τους δικούς τους από τρομοκρατική επίθεση. Απλούς ανθρώπους της καθημερινότητας που μοχθούν και κοπιάζουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Η πολιτεία δυστυχώς δεν έσκυψε με προσοχή πάνω στις σοβαρές περιπτώσεις θανάτου από τρομοκρατικό χτύπημα.


Αποζημιώνουν όμως και άμεσα μάλιστα περιπτώσεις τρομοκρατικών ενεργειών που δεν έχουν ούτε τραυματία. Σε αντίθεση λοιπόν με την οικογένεια Αξαρλιάν που δεν πήρε δραχμή, η οικογένεια Βουλγαράκη διεκδίκησε και πήρε από το κράτος 200.000 ευρώ. Καλά διαβάσατε. Το ποσό αυτό μάλιστα είναι αποζημίωση για τρομοκρατικό χτύπημα που δέχθηκε ο Γιώργος Βουλγαράκης την εποχή που ήταν βουλευτής. Κι όταν λέμε τρομοκρατικό χτύπημα, εννοούμε 2 γκαζάκια που είχαν τοποθετηθεί στην πυλωτή της πολυκατοικίας στην οδό Δόξαπάτρή στο Κολωνάκι, τον Σεπτέβρη του 2003. Από την έκρηξη είχαν προκληθεί μόνο υλικές ζημιές σε κάποια αυτοκίνητα και μια μοτοσυκλέτα. Κανείς δεν τραυματίστηκε ενώ η φωτιά δεν εξαπλώθηκε σε άλλους ορόφους πέραν του ισογείου πάρκινγκ.

Λίγους μήνες αργότερα είχαμε εκλογές και ο Γιώργος Βουλγαράκης ανέλαβε το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και παράλληλα αποζημιώθηκε με το εξωφρενικό ποσό των 195.5 χιλιάδων ευρώ ίδιος και με 4.500 ευρώ η σύζυγός του σύμφωνα με το πόθεν έσχες του 2004. Ο αρμόδιος υπουργός για μια τόσο μικρή έκρηξη να ζητά από το Ελληνικό κράτος αποζημίωση;

Θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τέτοια απρεπή συμπεριφορά αν τουλάχιστον διέθετε τα χρήματα σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα της αρεσκείας του. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εκεί.
Το ίδιο βράδυ στην Αθήνα είχαμε ένα μπαράζ εκρήξεων με γκαζάκια, στο σπίτι της Άννας Παναγιωταρέα αλλά και στο σπίτι του καθηγητή Γιώργου Βέλτσου. Η «Σφήνα» επικοινώνησε με τον γνωστό καθηγητή και τον ρωτήσαμε αν έχει πάρει κάποιου είδους αποζημίωση. Γελώντας μας απάντησε αρνητικά, σημειώνοντας: «Για πιο λόγο να πάρω αποζημίωση; Για ψυχική οδύνη. Είναι αστείο και μόνο που το συζητάμε».

Είναι αστείο για τον καθηγητή, ήταν φυσιολογικό όμως για τον τότε υπουργό της Νέας Δημοκρατίας ο οποίος δεν είχε ανάγκη από αυτά τα χρήματα καθώς σύμφωνα με το πόθεν έσχες εκείνης της χρονιάς, μαζί με την σύζυγό του έχουν εισοδήματα που ξεπερνούν τα 850.000 ευρώ. Και πρέπει να μας πει ο κύριος Βουλγαράκης αν τα χρήματα της αποζημίωσης τα πήρε όντας υπουργός διαφορετικά θα επαληθευθεί η λαϊκή ρήση, «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει», που δεν τιμά καθόλου το πρόσωπο του πρώην υπουργού.

Από την μια τα γκαζάκια και από την άλλη οι ρουκέτες της 17 Νοέμβρη, που προοριζόταν για τον υπουργό Γιάννη Παλαιοκρασσά και έκοψαν το νήμα της ζωής ενός νέου ανθρώπου, του Θάνου Αξαρλιάν. Ζητήσαμε από την μητέρα του να μας σχολιάσει το θέμα της αποζημίωσης που πήρε ο υπουργός. Είναι τέτοιο το μεγαλείο της ψυχή της και η αξιοπρέπεια της που αρνήθηκε να το σχολιάσει. Σημείωσε όμως υπαινικτικά : « και να έπαιρνα χρήματα θα τα έδινα στο ίδρυμα στην μνήμη του γιου μου».

Αυτό είναι το Ελληνικό κράτος πρόνοιας, αυτοί και οι πολιτικοί του. Η Σταυρούλα Αξαρλιάν είχε ζητήσει κάτι απλό από την κυβέρνηση αλλά βρήκε τοίχο.« Είχα εισηγηθεί, όχι να πάρω χρήματα αλλά να γίνουν κάποια πράγματα για όλους τους ανθρώπους που έχουν παρόμοια περιστατικά, αλλά κανείς δεν με άκουσε, δεν μου έδωσε σημασία».

Η απραξία και η αδιαφορία του κράτους φαίνεται χαρακτηριστικά από το θέμα της στράτευσης του μικρού της γιου: « Φανταστείτε ότι ο μικρός μου γιος θα έπρεπε να υπηρετήσει 3 μήνες για την στρατιωτική του θητεία, επειδή όμως δεν ήταν πρωτότοκος, στάθηκαν στο γράμμα του νόμου και υπηρέτησε κανονικά».

Αυτοί είναι οι ευνοούμενοι της υποτιθέμενης ευνομούμενης πολιτείας. Δυο μέτρα και δυο σταθμά. Από την μια οι παντοδύναμοι πολιτικοί που για μερικά γκαζάκια γίνονται πλουσιότεροι και από την άλλη οι παράπλευρες απώλειες καθημερινών ανθρώπων, απλοί αριθμοί στο σύνολο της απάθειας μιας πολιτείας που δεν τους παρέχει ούτε το αυτονόητο. Ηθική υποστήριξη.