Η ιστορία του καθενός γράφεται ανάλογα με τις πράξεις του, την προσωπικότητά και την ιδεολογία του. Στους απλούς πολίτες που προσπαθούν σε κάθε περίπτωση και συνθήκη να επιβιώσουν, ακόμη και οι «κακές» πράξεις συγχωρούνται. Στην καλύτερη των περιπτώσεων οι πράξεις αυτές ή καλύτερα οι συμπεριφορές ξεχνιούνται. Όταν όμως πρόκειται για δημόσια πρόσωπα, που δεν κινούνται απλώς στην σφαίρα του προσωπικού αλλά δημιουργούν, παράγουν και εντέλει υποχρεώνουν σε πολιτικές συμπεριφορές δεν μπορεί η ιστορία να τους συγχωρήσει τόσο εύκολα.
Μπορεί για λόγους καθαρά ηθικούς να αφήνουμε την λήθη να σβήσει ανάρμοστες πολιτικές συμπεριφορές, όμως δεν θα πρέπει να ξεχνούμε εντελώς το παρελθόν, διαφορετικά πελαγοδρομούμε και ολισθαίνουμε σε χειρότερες καταστάσεις από αυτές που θα έπρεπε να αποφύγουμε.
Δεν είμαστε δικαστές, ούτε κριτές κανενός. Ο καθένας αφήνει τα ίχνη του σε αυτή την ζωή και οι επόμενες γενιές αποφασίζουν ποιόν θα αφήσουν να πνιγεί μέσα στην λάσπη και ποιον θα ανυψώσουν ηθικά και υστεροφημικά.
Η σημερινή μας ιστορία, για να σας βάλουμε στο κλίμα και για να μπορέσετε να κατανοήσετε όσα γράφω παραπάνω, αφορά μια περίοδο εξαιρετικά μαύρη και σκοτεινή για την πολιτική αλλά και την κοινωνική ζωή της χώρα μας. Αναφέρομαι στην περίοδο της επταετίας, την εποχή που καταλύθηκε η δημοκρατία και οι χουντικοί με την τρομοκρατία του στρατού και των τανκ, έβαλαν την χώρα στον γύψο.
Η Φιλιππιάδα δεν θα μπορούσε να μην ακολουθήσει τα πολιτικά αδιέξοδα που δημιούργησαν οι στρατιωτικοί. Είτε με την θέληση κάποιων συμπατριωτών μας να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση- παρωδία, είτε με την άγνοιά άλλων που αποδείχτηκε περισσότερο επικίνδυνη. Ο απλός κόσμος της μικρής πόλη μας συνέχισε να ζεί στην φτώχεια και τις δυσκολίες του, ενώ κάποιοι που σήμερα «επαγγέλονται προοδευτικοί» μεγαλουργούσαν κατασπαταλώντας το δημόσιο χρήμα. Υπήρχαν στην Φιλιππιάδα πολλοί τέτοιοι. Επιχειρηματίες και δημόσια πολιτικά πρόσωπα. Δυστυχώς γιαυτούς τα γραπτά μένουν και κυρίως τα έγγραφα που οι ίδιοι υπέγραφαν και στα οποία αυτοεπέρονταν ως εθνικόφρονες αλλά και βασιλικότεροι των συνταγματαρχαίων.
Να ξεκαθαρίσω εδώ ότι κανείς δεν πρέπει, να τοποθετεί τους πάντες στο ίδιο τσουβάλι σε σχέση πάντα με την συμπεριφορά τους εκείνη την εποχή. Πρέπει να εξετάσει κανείς σε βάθος πολλούς παράγοντες και δεδομένα της εποχής για να καταλήξει σε ένα αμφιβόλου πόιότητας συμπέρασμα.
Είναι λοιπόν 21 Φεβρουαρίου του 1968. Οι συνταγματάρχες δεν έχουν κλείσει ούτε ένα χρόνο στην εξουσία. Οι μόνες πολιτικές δράσεις σε κάθε νομό, πόλη και χωριό δεν αφορούν στην βελτίωση της ποιότητας της ζωής των κατοίκων αλλά στην επιμόρφωσή τους στα εθνικοχριστιανικά ιδεώδη. Άφηναν οι γεωργοί τα χωράφια, οι κτηνοτρόφοι τα ζωντανά τους και έτρεχαν - υποχρεούνταν να πάνε - στις εκδηλώσεις των επιτροπών διαφώτισης για να μάθουν τι σημαίνει Εθνική, στρατιωτική κυβέρνηση.
Όταν όμως δεν μπορείς να πείσεις κάποιον με επιχειρήματα, χρησιμοποιείς τεχνάσματα. Πως γίνεται κάποιος υποχείριο σου χωρίς την αίσθηση του φόβου; Υπήρχε άφθονος ο φόβος με πολλούς τρόπους και διάφορα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι δικτατορίσκοι κάθε περιοχής. Φυσικά ακολούθησαν και την μέθοδο του αόρατου εχθρού. Μέθοδο που εφάρμοσαν οι ναζί αλλά και οι Αμερικανοί. Οι πρώτοι με την Άρια φυλή, οι δεύτεροι με τον φόβο της Κομμουνιστικής επέλασης. Με ιδέες από το τρίτο ράιχ - στο οποίο τρομάρα τους ήθελαν να μοιάσουν - και κυρίως με την κλοπή της «απειλής» που είχαν κανει πράξη οι Αμερικανοί δεκαετίες πρίν, ολοκλήρωσαν το ιδεολογικό τους υπόβαθρο. Και ξεκινήσανε τις επιτροπές διαφώτισης.
Μια τέτοια υποεπιτροπή διαφώτισης λοιπόν ανέλαβε το θλιβερό καθήκον να ενημερώσει τους έντρομους κατοίκους της Φιλιππιάδας για την επερχόμενη Κομμουνιστική απειλή. Αυτοί, αφού κλείδωσαν τα σπίτια τους για να μην μπεί το κόκκινο τέρας, μάντρωσαν τα ζώα τους για να μην πέσει κανένα κομμουνιστοδηλητήριο και ξεκίνησαν για την αγορά ζωσμένοι με μαχαίρια μήπως τους επιτεθεί κανένα κρυμμένο σοβιετικό Άλιεν.
Ο κόσμος δεν είναι βλάκας. Τουλάχιστον όχι όσο νομίζουν οι έχοντες την εξουσία.
Τώρα, στο έγγραφο διαβάζουμε για την διάλεξη περί Κομμουνιστικής απειλής. Φαντάζομαι το χέρι του γραμματέα του δήμου να τρέμει όχι μόνο στο άκουσμα αλλά και στο γράψιμο της λέξης «κομμουνιστική». Έτσι εξηγείται πως ξέχασε να γράψει ολόκληρη την λέξη.
Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι ότι οι δημόσιοι λειτουργοί παρακαλούν θερμότατα τους αξιωματικούς και τον φρούραρχο να παρεβρεθούν στην διάλεξη. Θα περίμενα το αντίθετο. Τέλος πάντων, μπορέι ο φρούραρχος να είχε κάνει στον Κόκκινο στρατό.
Για το μόνο που ζηλεύω από αυτά που γράφονται στο έγγραφο εκείνης της περιόδου είναι ότι τότε η Φιλιππιάδα είχε κινηματογράφο, με το όνομα ΟΛΥΜΠΙΑ.