Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Η ιστορία της ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα!(Μέρος δεύτερο)

Η Ραδιοτηλεόραση στην μεταπολίτευση

Το 1974, με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο ψήφισε νέο Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ το 1975. Το άρθρο 15 του Συντάγματος αναφέρεται στον κινηματογράφο, τη μουσική και τη ραδιοτηλεόραση. Αν και το πλειοψηφών συντηρητικό κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, θεωρούσε τη λογοκρισία που είχε ασκηθεί από τη χούντα ως ανεπιθύμητη, δεν ήταν πρόθυμη να παραχωρήσει στη ραδιοτηλεόραση την ελευθερία που το Σύνταγμα παρεχει στα έντυπα μέσα. Η παράγραφος 2 του άρθρου 15, αναφέρει:

Η ραδιοφωνία και η τηλεόρασις τελούν υπό τον άμεσον έλεγχον του κράτους, σκοπούν δε εις την αντικειμενικήν και επί ίσοις όροις μετάδοσιν πληροφοριών και ειδήσεων, ως και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, διασφαλιζομένης πάντως της εκ της κοινωνικής αποστολής αυτών και της εκ της πολιτιστικής αναπτύξεως της χώρας επιβαλλομένης ποιοτικής στάθμης των εκπομπών.

Με βάση το παραπάνω άρθρο του Συντάγματος του 1975, νέος νόμος για την Ραδιοτηλεόραση (Ρ/Τ) ψηφίστηκε από το ελεγχόμενο από την Νέα Δημοκρατία κοινοβούλιο, ουσιαστικά αναδομώντας την. Με τον νόμο 230/1975, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1ην Απριλίου 1975, ιδρύθηκε η Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση (ΕΡΤ) που αντικατέστησε το ΕΙΡΤ. Η ΕΡΤ έγινε ΝΠΔΔ διοικούμενο από εικοσαμελή Γενική Συνέλευση που διοριζόταν από το υπουργικό συμβούλιο και η οποία περιελάμβανε ανώτατους κρατικούς υπαλλήλους, πρυτάνεις και ακαδημαϊκούς «εγνωσμένου κύρους», με πρόεδρο τον Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος. Ο ρόλος της ΓΣ ήταν συμβουλευτικός και σπάνια το σώμα συνερχόταν.


Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΡΤ είχε μεγαλύτερη δυνατότητα να συμμετέχει ενεργά στις καθημερινές λειτουργίες απ’ ότι η ΓΣ. Το ΔΣ περιελάμβανε επτά μέλη, διορισμένα για τρία χρόνια από το Υπουργικό συμβούλιο. Αρμοδιότητα του ΔΣ ήταν να επιβλέπει και να ελέγχει τις υπηρεσίες της ΕΡΤ, να συντάσσει προϋπολογισμούς και σχέδια για την ανάπτυξη της ΕΡΤ, και να εκφράζει τη γνώμη του για τη συνολική της πολιτική.

Εν τούτοις, τον πραγματικο έλεγχο της ΕΡΤ σύμφωνα με αυτόν τον νόμο, τον ασκούσε το υπουργείο Προεδρίας. Ειδικότερα, ο υφυπουργός Προεδρίας διόριζε ουσιαστικά τον γενικό διευθυντή της ΕΡΤ που ήταν υπεύθυνος για την καθημερινή λειτουργία της, βοηθούμενος από δύο βοηθούς διευθυντές. Έτσι, η νομική και λειτουργική δομή της ΕΡΤ βρισκόταν υπό πλήρη κυβερνητικό έλεγχο.

Σύμφωνα με το νόμο 230/1975 και όλους τους ακόλουθους νόμους για την Ρ/Τ, σκοπός της ΕΡΤ είναι να παρέχει πληροφορίες, μόρφωση και ψυχαγωγία στον Ελληνικό λαό με την λειτουργία και ανάπτυξη της Ρ/Τ (Άρθρο 1). Το άρθρο 3 της ανέφερε ότι «αι εκπομπαί της ΕΡΤ οφείλουν να διαπνέονται από δημοκρατικόν πνεύμα, συνείδησιν πολιτιστικής ευθύνης, ανθρωπισμόν και αντικειμενικότητα, να είναι δε προσηρμοσμέναι εις την ελληνικήν πραγματικότητα». Τέλος ο νόμος 230/1975 (άρθρο 4, παραγρ. 1) απαγόρευε σαφώς τη μετάδοση κάθε είδους ήχου ή εικόνων μέσω ραδιοφώνου ή τηλεοράσεως από κάθε άλλο φυσικό ή νομικο πρόσωπο εκτός από την ΕΡΤ και την ΥΕΝΕΔ.

Ο νόμος 230/1975 εξέφραζε και κάποια αμυδρά πρόθεση να αφαιρεθεί το προνόμιο Ρ/Τ εκπομπών από τις ένοπλες δυνάμεις: το άρθρο 4, παράγραφος 4, ανέφερε ότι μέσα σε δυο χρόνια, από τον Απρίλιο του 1976, η ΥΕΝΕΔ θα συγχωνευόταν με την ΕΡΤ, εάν δημιουργηθούν οι αναγκαίες οικονομικές τεχνικές και οργανωτικές συνθήκες. Αυτό το «εάν» εμπόδισε την εφαρμογή του νόμου μέχρι το 1987.


Η έγχρωμη τηλεόραση έφτασε στην Ελλάδα το 1979, όταν η κυβέρνηση Καραμανλή διάλεξε το γαλλικό σύστημα SECAM. Επρόκειτο για ένα άλλο παράδειγμα Προέδρου Κυβερνήσεως που στράφηκε σε μια ξένη δύναμη, με την οποία τον συνέδεαν στενές σχέσεις, για την εισαγωγή μιας νέας τεχνολογίας. Το 1979 μερικά τηλεοπτικά προγράμματα εκπέμπονταν έγχρωμα, αλλά χρειάστηκε άλλος ένας χρόνος έως ότου γίνουν όλα.

Η νομική δομή της ΕΡΤ ήταν ένας από τους στόχους πολεμικής του ΠΑΣΟΚ, πριν έρθει στην εξουσία το 1981. Το ΠΑΣΟΚ υποσχεθηκε να αλλάξει τη δομή επειδή ήταν συνηθισμένη κατάσταση να υπηρετεί το κόμμα που κατείχε την εξουσία, ιδιαίτερα στις προεκλογικές περιόδους. Εντούτοις, το ΠΑΣΟΚ όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση δεν έκανε την ΕΡΤ περισσότερο ανεξάρτητη από την κυβέρνηση, αν και τα κόμματα που αντιπροσωπεύονταν στο κοινοβούλιο απέκτησαν μεγαλύτερη πρόσβαση στην οθόνη.

Το 1982, το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε την πρόθεση του νόμου 230/1975 να απομακρύνει τις ένοπλες δυνάμεις από τη Ρ/Τ. Ο νέος νόμος, 1288/1982, μετέτρεψε την ΥΕΝΕΔ σε ΕΡΤ-2, και την ΕΡΤ σε ΕΡΤ-1. Η ΕΡΤ-1 παρέμεινε ΝΠΔΔ, διοικούμενο, θεωρητικά, από γενική συνέλευση. Η ΕΡΤ-2 από την άλλη μεριά, έγινε δημόσια υπηρεσία του Υπουργείου Προεδρίας και διοικούνταν από πενταμελές ΔΣ, διοριζόμενο από τον Υπουργό. Ο πρόεδρος του ΔΣ ήταν και διευθυντής όλων των υπηρεσιών της ΕΡΤ-2. Έτσι, το κόμμα που ήταν στην εξουσία έλεγχε την ΕΡΤ-2, αφού οι διοικούντες διορίζονταν από αυτό.

Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε διαφορά στον έλεγχο της ΕΡΤ-1 και της ΕΡΤ-2 διότι ο υφυπουργός Προεδρίας ήταν αρμόδιος και για τις δύο. Όχι μόνο οι ανώτερες διοικητικές θέσεις αλλά και όλες οι μη-μόνιμες θέσεις επίσης, ελέγχονταν από την κυβέρνηση, αν και οι μόνιμοι υπάλληλοι ήταν κάπως ασφαλείς όταν συνέβαιναν κυβερνητικές αλλαγές. Συνήθως, λοιπόν, η κυβέρνηση διόριζε τους επικεφαλής της ΕΡΤ-1 και ΕΡΤ-2, οι οποίοι ενέκριναν ακόμη και τους ηθοποιούς και τις ηθοποιούς των διαφόρων εκπομπών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τους την κομματική τους ένταξη. Ο τρόπος που χειριζόταν τη Ρ/Τ το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν πολύ διαφορετικός από αυτόν της ΝΔ.

Φαίνεται ότι κανένα κόμμα δεν επιθυμούσε να μοιραστεί με άλλους το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αν και κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 1985 η Νέα Δημοκρατία υποσχέθηκε, αν εκλεγεί, να επιτρέψει την ιδιωτική Ρ/Τ, μέσα στα όρια του Συντάγματος. Το ΠΑΣΟΚ απάντησε ότι, αν αυτό συνέβαινε, η Ρ/Τ θα έπεφτε στα χέρια ξένων και εγχωρίων καπιταλιστικών συμφερόντων. Παρ’ όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ υποσχέθηκε να δημιουργήσει έναν ενιαίο, περισσότερο αποτελεσματικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό.

Το ΠΑΣΟΚ λοιπόν κέρδισε και τις εκλογές του 1985, και δύο χρόνια αργότερα, μετά από πολλές συζητήσεις ψηφίστηκε ο νέος νόμος για την Ρ/Τ (1730/1987) που τέθηκε σε ισχύ τον Οκτώβριο του 1987. Η σημαντική αλλαγή που επέφερε αυτός ο νόμος ήταν ότι μια ανώνυμη εταιρεία, η Ελληνική Ραδιοφωνία-Τηλεόραση (ΕΡΤ ΑΕ) είχε τον ολοκληρωτικό έλεγχο της κρατικης Ρ/Τ ως ο λεγόμενος «Ενιαίος Φορέας». Η νέα εταιρεία έχει πέντε τμήματα, από τα οποία τα σημαντικότερα τρία είναι η Ελληνική Τηλεόραση 1 (ΕΤ-1), (η προηγούμενη ΕΡΤ-1 δηλαδή), η Ελληνική Τηλεόραση 2 (ΕΤ-2), (Προηγουμένως ΕΡΤ-2) και η Ελληνική Ραδιοφωνία (ΕΡΑ), που συνίσταται από τις υπάρχουσες τρεις ραδιοφωνικές υπηρεσίες της ΕΡΤ-1 (ΕΡΑ-1, ΕΡΑ-2, ΕΡΑ-3), το παλιό ραδιόφωνο της ΕΡΤ-2 (ΕΡΑ-4), και την υπηρεσία εκπομπών προς το εξωτερικο σε βραχέα κύματα (ΕΡΑ-5), ή «Φωνή της Ελλάδας».

Ακόμη, με βάση τον νόμο προβλεπόταν να δημιουργηθούν από την ΕΡΤ ΑΕ Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων και Εταιρεία Παραγωγής και Εμπορίας Εκπομπών και Προγραμμάτων Ραδιοτηλεόρασης, τα οποία όμως έμειναν στα χαρτιά.
Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη σημασία αυτού του νόμου είναι ότι, παρά την αρχική της αντίθεση, η κυβέρνηση περιέλαβε σ΄αυτόν διάταξη που επέτρεπε την ίδρυση ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών. Όμως η ιδιωτική ραδιοφωνία αποτελούσε ήδη γεγονος τον Αύγουστο του 1987 που ψηφίστηκε ο νόμος, καθώς το 1987 άνοιξε ολοκληρωτικά το κουτί της Πανδώρας που ονομαζόταν «ελεύθερη ραδιοφωνία».



Ιδιωτική Ραδιοτηλεόραση

Ελεύθερη Ραδιοφωνία

Η ιδέα της μη δημόσιας ραδιοφωνίας κυκλοφορούσε στην Ελλάδα πολύ πριν την δεκαετία του 1980. Η «ελεύθερη ραδιοφωνία», όπως κατέληξε να ονομάζεται η μη κρατική ραδιοφωνία, είχε εξαπλωθεί πολύ από τη δεκαετία του 1950 από «ραδιοπειρατές», που αντιμετώπιζαν σοβαρές ποινές εκπέμποντας λίγες ώρες κάθε μέρα από τα σπίτια τους. Αν και οι περισσότεροι εξέπεμπαν σε ΑΜ, ο πρώτος ραδιοπειρατής σε FM βγήκε στον αέρα το 1957.
(Ρουμελιώτης, 1991, σελ. 253).

Ο νόμος 1244/1972, που καταρτίστηκε από την χούντα το 1972, προέβλεπε σοβαρά μέτρα κατά των πειρατών, που περιλάμβαναν πρόστιμα, δημεύσεις μηχανημάτων και φυλάκιση
(Μπαλή και Καψής, 1986).

Οι ραδιοπειρατές ήσαν ποικίλων ειδών, αλλά είχαν όλοι ένα κοινό σημείο: αγάπη για τη μουσική και για τη συγκίνηση της αλληλεπίδρασης με το ακροατήριο που τους εκτιμούσε. Για παράδειγμα, το 1987 ο «Γιάννης», ένας ραδιοπειρατής, κατασκεύασε έναν πομπό 30 W (βατ) στα FM στο σπίτι του. Λειτουργούσε δύο φορές την εβδομάδα, τέσσερις ωρες κάθε φορά, εκπέμποντας μετά τα μεσάνυχτα, έτσι ώστε να μη δημιουργεί παράσιτα στους εθνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Εξέπεμπε κυρίως αγγλο-αμερικάνικη μουσική και συχνά δεχόταν αφιερώσεις. Όπως οι περισσότεροι ραδιοφωνικοί πειρατές, χρησιμοποιούσε ένα κωδικό νούμερο σαν ταυτότητα. δεν δεχόταν διαφημίσεις και δεν συμπαθούσε τους πειρατές που δέχονταν. Το πειρατικό ραδιόφωνο ήταν το χόμπι του.
Για τους περισσότερους πειρατές το ραδιόφωνο ήταν εντούτοις ένα ακριβό χόμπι. Ο πειρατής «397», για παράδειγμα, λειτουργούσε με κόστος 20.000 δραχμές την εβδομάδα, αλλά ανταμοιβόταν από 200 νυκτερινά τηλεφωνήματα ακροατών κατά μέσον όρο.
(Μπαλή και Καψής, 1986).

Ακόμα περισσότερο, αυτό το χόμπι είχε κινδύνους. Ο «Γιάννης» είχε ανακαλυφθεί δύο φορές από την αστυνομία και είχε αφεθεί ελεύθερος αφού τον προειδοποίησαν. Δεν είχε μεγάλη σημασία για αυτόν αν οι ερασιτεχνικοί σταθμοί θα νομιμοποιούνταν, γιατί ήταν σίγουρος ότι θα συνέχιζε να λειτουργεί ότι και αν γινόταν. Δυστυχώς, ο «Γιάννης» πιάστηκε για τρίτη φορά, και όλα τα μηχανήματά του, κατασχέθηκαν. (Χάκου, 1987).

Το 1986 το ειδικό γραφείο ελέγχου τηλεπικοινωνιών του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνικών συνέλαβε 500 πειρατές στην Αθήνα, αλλά μήνυσαν μόνο αυτούς που μετέδιδαν διαφημίσεις (Χασαπόπουλος, 1986). Αυτό όμως δεν απέτρεψε τους υπόλοιπους ραδιοπειρατές, που εκτιμώνταν σε 1.000 στην Αθήνα μόνο, να συνεχίσουν να εκπέμπουν.

Ένας άλλος πειραματικός σταθμός ήταν το «Ράδιο Σταρ», ο οποίος από απλός πειρατικός αριθμός (772), κατέληξε σταθμός με άδεια. Ξεκινώντας σαν πειρατικός σταθμος, ο «772» σύντομα ένωσε τις δυνάμεις του με άλλους πειρατές και φίλους, και η λειτουργία σιγά-σιγά αυξήθηκε σε σημείο καθημερινής λειτουργίας από τις 8 το βράδυ ως τις 2 τα μεσάνυχτα. Η φόρμουλα του Ράδιο Σταρ ήταν απλή: οι εκφωνητές μιλούσαν για πράγματα που ενδιέφεραν αυτούς και τους ακροατές τους, οι οποίοι ήταν στα τέλη της εφηβείας και στις αρχές της ηλικίας των 20. Οι εκφωνητές έπαιζαν κυρίως ξένη μουσική, διάβαζαν ποίηση και γράμματα στον αέρα, και δέχονταν αφιερώσεις. Σταδιακά δημιούργησαν ένα fan club, έναν οδηγό προγράμματος, και διεξήγαγαν μυστικές συναντήσεις με μερικούς αφοσιωμένους ακροατές.
Ο σταθμός αυτός άλλαξε τέσσερις φορές ονομασία μέχρι να κατασταλάξει στο «Ράδιο Σταρ». Το πρόγραμμα άλλαζε συνεχώς, καθώς μερικά μέλη έφευγαν για το Πανεπιστήμιο, ενώ άλλοι έπρεπε να καταταγούν στρατιώτες. Οι περισσότεροι από τους 17 νέους ανθρώπους που ασχολούνταν με το Ράδιο Σταρ το 1987 ήσαν φοιτητές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Ο καθένας-καθεμία είχε τη δική του εκπομπή, παίζοντας προσωπικούς δίσκους ή άλμπουμ που τα δώριζαν δύο εταιρίες δίσκων. Ο σταθμός βρισκόταν σε μικρό δωμάτιο σπιτιού που απείχε 20 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας .
(Μαργιώρη, 1987).

Η κίνηση για την ελεύθερη ραδιοφωνία στην Ελλάδα ήταν πολύ επηρεασμένη από τις παρόμοιες προσπάθειες σε άλλες χώρες, όπως η ελεύθερη ραδιοφωνία στη Γαλλία και το πειρατικό ραδιόφωνο στην Αγγλία. Στην Γαλλία, το αίτημα για ελεύθερη ραδιοφωνία (radio-libres) κυριαρχούσε από το 1977 έως το 1981, όταν το κρατικό ραδιοφωνικό μονοπώλιο καταργήθηκε. Κατά τον ίδιο τρόπο, ομάδες πολιτών στην Ελλάδα άρχισαν σοβαρά να απαιτούν το δικαίωμα να δημιουργήσουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, ιδρύοντας σημαντικούς παράνομους σταθμούς όπως ο Αντίλαλος (του περιοδικού Αντι), που εξέπεμψε φανερά για 24 ώρες το 1983, και το Κανάλι 15, το οποίο κάλυψε τις εθνικές εκλογές του 1985. Και τους δύο, εντούτοις, τους έκλεισε η αστυνομία. Ομάδες όπως το Κανάλι 15 ερμήνευαν την ελεύθερη ραδιοφωνία ως την ικανότητα να γίνονται εκπομπές όπως το Σύνταγμα προέβλεπε, για να προσφέρουν εκπομπές με ποιότητα, αντικειμενικότητα, και για πολιτιστική ανάπτυξη. Ερμήνευαν την ελεύθερη ραδιοφωνία πρωτίστως ως «το ραδιόφωνο των πολιτών».
(Κούνδουρος, 1987).

Αυτό όμως που έδωσε ώθηση στην υπόθεση της ελεύθερης ελληνικής ραδιοφωνίας ήταν η πίεση από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία διεκδικούσαν ένα κομμάτι από τα ερτζιανά κύματα. Πολλοί πολιτικοί απλώς ήθελαν να ακουστούν οι φωνές τους, αφού το κρατικό ραδιόφωνο ήταν πρωτίστως η φωνή του κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία. Κατά τη διάρκεια των δημοτικών εκλογών του 1986, έξι υποψήφιοι δήμαρχοι για τις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, προερχόμενοι κυρίως από τη ΝΔ που βρισκόταν τότε στην αντιπολίτευση, έκαναν το αίτημα για ελεύθερη ραδιοφωνία στοιχείο του πολιτικού τους προγράμματος. Τα αιτήματά τους δεν αφορούσαν τόσο την υποστήριξη των δικαιωμάτων αυτών που εξέπεμπαν ερασιτεχνικά στο ραδιόφωνο αλλά το να επιτύχουν κατάργηση του κυβερνητικού μονοπωλίου στα ερτζιανά, ιδιαίτερα για τα προγράμματα ειδήσεων και ενημέρωσης. Η νίκη, στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, των υποψηφίων της ΝΔ, που είχαν υποσχεθεί να ιδρύσουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, ανάγκασαν την κυβέρνηση να δραστηριοποιηθεί.

Τον Νοέμβριο του 1986 ο γιος του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, Γεώργιος Α. Παπανδρέου, υφυπουργός Πολιτισμού, τοποθετήθηκε υπέρ της ελεύθερης ραδιοφωνίας, την οποία ερμήνευσε σαν άνοιγμα των συχνοτήτων στους νέους ανθρώπους, σε ραδιοερασιτέχνες, και σε νεολαίες πολιτικών κομμάτων. Δήλωσε ότι «οι συνθήκες για να επιτραπεί στη χώρα μας η ελεύθερη ραδιοφωνία είναι ώριμες, όσο ποτέ άλλοτε».
(Τόλιος, 1986, σελ. 25).

Ακόμα ανέφερε ότι η ελεύθερη ραδιοφωνία πρέπει να ξεκινήσει με τη νομιμοποίηση των ερασιτεχνικών ραδιοφωνικών σταθμών, αλλά ότι θα μπορούσε να επιτραπούν και δημοτικοί ραδιοσταθμοί, ακόμη και πολιτικοί σταθμοί. Αυτή η ανακοίνωση, δημιούργησε αντιθέσεις στο κυβερνών ΠΑΣΟΚ, διότι ορισμένα ηγετικά στελέχη του δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τον έλεγχο των ερτζιανών. Η αντιπαράθεση αυτή έληξε τον Δεκέμβριο του 1986, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου ανακοίνωσε την υποστήριξή του προς την ιδέα να δημιουργηθεί Κοινοβουλευτική Επιτροπή που να μελετήσει το θέμα και να υποβάλλει προτάσεις για τα «όρια της ελεύθερης ραδιοφωνίας». Ερμήνευσε την ελεύθερη ραδιοφωνία ως: «κάθε πολίτης θα έχει δικαίωμα να διαμορφώσει σταθμό τοπικής εμβέλειας».
(Φάτσης, 1986).

Η ιδέα κατάργησης του κρατικού μονοπώλιου στο ραδιόφωνο είχε έρθει στο προσκήνιο το 1982 και το 1985, όταν ορισμένοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ πρότειναν να υπάρξει νόμος που να επιτρέπει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης να ιδρύουν δημοτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Την περίοδο αυτή μέλη του ΠΑΣΟΚ είχαν τον έλεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης στις περισσότερες μεγάλες πόλεις. Εντούτοις, μετά τις δημοτικές εκλογές του 1986, κατά τις οποίες οι υποψήφιοι δήμαρχοι της Νέας Δημοκρατίας κέρδισαν μεγάλες πόλεις, το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε την ιδέα μέχρι ότου ο Γεώργιος Α. Παπανδρέου πήρε τη δημόσια θέση που αναφέρθηκε προηγούμενα δυο μήνες μετά τις εκλογές.

Το δημοτικό ραδιόφωνο δεν ήταν νέα ιδέα στην Ελλάδα. Ιδιωτικοί, μη κερδοσκοπικοί σταθμοί, κάτω από την προστασία των τοπικών αρχών, ήταν σε λειτουργία σε τρεις πόλεις στις αρχές του 1960. Αυτοί οι σταθμοί (στην Αμαλιάδα, Ιεράπετρα και το Μεσσολόγι) επετράπη να λειτουργήσουν επειδή είχαν μεγάλη δημόσια υποστήριξη και επειδή συνεργάζονταν με την ΕΡΤ. Σε μια άλλη περίπτωση, μετά τη συγχώνευση της ΕΡΤ-1 με την ΥΕΝΕΔ το 1982, ο έλεγχος του πρώην ραδιοφωνικού σταθμού της ΥΕΝΕΔ στην Κοζάνη, ανελήφθη ουσιαστικά από τοπικές κοινωνικές ομάδες ενώ παρέμεινε στο δίκτυο της ΕΡΤ-2 (Πετροπούλου, 1986). Επιπλέον, το 1980, 65 δήμαρχοι πόλεων και πρόεδροι κοινοτήτων από όλη τη χώρα απαίτησαν από την ΕΡΤ να παρέχει σύντομο και τακτικό πρόγραμμα αφιερωμένο στην τοπική αυτοδιοίκηση. Τέτοιου είδους πρόγραμμα άρχισε στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ-1 το 1982.

Το επόμενο βήμα στην εξέλιξη του δημοτικού ραδιοφώνου έγινε το 1984, όταν η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) υπέβαλε πρόταση για την ίδρυση τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών. Ένας από τους αρχιτέκτονες αυτής της πρότασης ήταν ο υποψήφιος δήμαρχος της Αριστεράς για την δημαρχία της Αθήνας το 1986, Θεόδωρος Κατριβάνος, που δήλωσε ότι, αν εκλεγόταν, θα ίδρυε δημοτικό σταθμό. Ο υποψήφιος της Νέας Δημοκρατίας στις ίδιες εκλογές, και τελικός νικητής, Μιλτιάδης Έβερτ, υιοθέτησε αυτή την πρόταση, και έτσι η πίεση προς την κυβέρνηση έγινε εντονότερη.
Ακόμα και ύστερα από την ανακοίνωση του Πρωθυπουργού, ο νέος δήμαρχος της Αθήνας επέμεινε ότι αν η νομική υποδομή για την ελεύθερη ραδιοφωνία δεν είχε δημιουργηθεί μέχρι το τέλος του Μαρτίου 1987, θα προωθούσε τα σχέδιά του για την ίδρυση δημοτικού ραδιοφωνικού σταθμού, ακόμα κι αυτό σήμαινε παραβίαση του ισχύοντος νόμου. Η κυβέρνηση απάντησε ότι αν η νομική υποδομή δεν ήταν έτοιμη ως τότε, θα έβρισκε τρόπο να διευκολύνει τον δήμαρχο.

Παρ’ όλα αυτά, τα πολιτικά κόμματα δεν συμφώνησαν με τον τρόπο της ανατροπής του κρατικού ραδιοφωνικού μονοπωλίου. Στο ίδιο το ΠΑΣΟΚ αναπτύχθηκαν διαφωνίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η ανατροπή αυτή να επιτευχθεί. Πολλοί ήταν αυτοί μέσα στο κόμμα που ήθελαν απλά να νομιμοποιήσουν τους παραδοσιακούς ραδιοπειρατές/ερασιτέχνες, χωρίς όμως να τους επιτρέπουν να μεταδίδουν ειδήσεις. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να επιτρέψουν τη λειτουργία των επαρχιακών (τοπικών) ραδιοφωνικών σταθμών υπό τον έλεγχο των νομαρχών, τους οποίους είχε διορίσει το κυβερνών κόμμα, και όχι υπό τον έλεγχο των εκλεγμένων τοπικών δημάρχων, πολλοί από τους οποίους είχαν διασυνδέσεις με την αντιπολίτευση. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία τάχθηκε υπέρ της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, ενώ ο Συνασπισμός της Αριστεράς ήταν αντίθετος όσον αφορά την ιδιωτική ραδιοφωνία, πιστεύοντας ότι θα οδηγούσε στον έλεγχο της ιδιωτικής ραδιοφωνίας- τηλεόρασης από ξένα συμφέροντα. Ο Συνασπισμός ήταν υπέρ των μη-κερδοσκοπικών ερασιτεχνικων ραδιοφωνικών σταθμών και πίστευε ότι η λύση του προβλήματος θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο εάν η κυβέρνηση επέτρεπε στα κρατικά μέσα ενημέρωσης να λειτουργήσουν πιο δημοκρατικά.

Στο μεταξύ, δημοτικές αρχές σε όλη την Ελλάδα άρχισαν να σχεδιάζουν να ιδρύσουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, αλλά ο αθηναϊκός ήταν ο πρώτος που «βγήκε στον αέρα». Στις 31 Μαΐου 1987, ο δημοτικός σταθμός Αθήνα 98,4 FM άρχισε να εκπέμπει χωρίς άδεια, αρχικά λειτουργώντας 12 ώρες την ημέρα. Δύο μέρες νωρίτερα, η κυβέρνηση είχε εκδόσει υπουργική απόφαση (14631/22/2691/29-587) ΦΕΚ 267Β με την οποία επιτρεπόταν η ίδρυση δημοτικών ραδιοφωνικών σταθμών.
Τα εγκαίνια του Αθήνα 98,4 ήταν η πρώτη σημαντική πρόκληση στο κρατικό μονοπώλιο στην Ρ/Τ. Ο σταθμος είχε κοστίσει περίπου 100 εκατομμύρια δρχ. αρχικά παίρνοντας ως υπαλλήλους 85 άτομα, από τους οποίους οι περισσότεροι προσλήφθηκαν με σύμβαση ενός μηνός.
(Κανέλλη, 1987).

Ο Γιάννης Τζανετάκος, ένας δικηγόρος και πρώην αριστερός πρόεδρος της ΕΦΕΕ, προσλήφθηκε ως ο πρώτος διευθυντής του. Έκπληξη δημιούργησε το γεγονός ότι οι περισσότεροι από αυτούς που προσλήφθηκαν δεν ήσαν οπαδοί της ΝΔ και αυτό προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στις τάξεις της. Ήταν πολύ ασυνήθιστο για έναν πολιτικό να μη στελεχώνει μια κρατική επιχείρηση με μέλη του δικού του κόμματος.
Το πρόγραμμα του σταθμού ήταν κυρίως ζωντανό, περιελάμβανε μουσική, ειδήσεις, συζητήσεις και διαφημίσεις. Κατά την άποψη μερικών, εντούτοις, δεν είχαν αλλάξει πολλά πράγματα πολιτικά. Ο σταθμός ήταν ένα ακόμη παράδειγμα αυταρχικής διαχείρισης, εκτός του ότι αυτή τη φορά ήταν σε τοπικό επίπεδο. Η εντύπωση αυτή ενισχύθηκε από την απουσία της δημοτικής αντιπολίτευσης κατά τα εγκαίνια του σταθμού. Αν και διέθετε επιτροπή δεοντολογίας, συγκροτημένη από δημοσιογράφους με διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις, η επιτροπή αυτή αντιμετωπιζόταν από πολλούς ως μια κίνηση καλής θέλησης από το δήμαρχο και όχι ως κάτι που επρόκειτο να διαρκέσει.

Ο δεύτερος δημοτικός σταθμος, το Κανάλι 1, βγήκε στον αέρα στις 26 Ιουνίου 1987, στον Πειραιά, από τον προσκείμενο στη ΝΔ δήμαρχο της πόλης Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Αυτός ο σταθμος είχε περισσότερο τοπικό προσανατολισμό απ’ ό,τι ο σταθμός της Αθήνας, και πολλοί από τους υπαλλήλους του θεωρούσαν ότι ο «Αθήνα 98,4» έμοιαζε πολύ με το κρατικό ραδιόφωνο.

Ακολούθησε ο σταθμός FM-100 στην Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1987, με πρωτοβουλία του δημάρχου Σωτ. Κούβελα. Σύντομα η ΚΕΔΚΕ πρότεινε να ιδρυθούν οι τοπικοί σταθμοί ως δημόσιες επιχειρήσεις στις περισσότερες ελληνικές επαρχίες και να λειτουργούν με ευθύνη των δημοτικών και κοινοτικών αρχών της περιοχής.
(Λιοναράκης, 1988, σελ. 139).


Η εργασία της ίδρυσης τέτοιων επαρχιακών σταθμών θα γινόταν από την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ), η οποία άρχισε να εκπαιδεύει στελέχη για τους προτεινόμενους σταθμούς. Ο πρώτος τέτοιος άρχισε να λειτουργεί τον Ιούλιο του 1990, στο Αγρίνιο. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Νομού Αιτωλοακαρνανίας, όπως λεγόταν ήταν μικτή επιχείρηση διαφόρων δημοτικών αρχών και ιδιωτικών συμφερόντων.
(Ρουμελιώτης, 1990, Ιούλιος).

Στο μεταξύ, δημοτικές αρχές σε όλη τη χώρα πειραματίζονταν με ραδιοφωνικές εκπομπές. Πριν από το τέλος του 1987 η πρώτη συλλογική προσπάθεια προήλθε από δέκα δήμους Δυτικής Αττικής, που ίδρυσαν τον «Δίαυλο 10». Μέχρι τον Μάρτιο 1989 υπήρχαν 13 δημοτικοί σταθμοί σε όλη τη χώρα και ο αριθμός τους συνέχιζε να αυξάνεται με γρήγορο ρυθμό.


Στο μεταξύ, αν και το ΠΑΣΟΚ αναγκάστηκε να καταργήσει το κρατικό μονοπώλιο στην Ρ/Τ, ήταν αποφασισμένο να κρατήσει τους νέους σταθμούς υπό έλεγχο. Η κυβέρνηση συχνά δοκίμασε να κρατήσει τους δημάρχους μέσα στο πλαίσιο του νόμου με το να προσπαθεί, σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς επιτυχία, να καταστρέψει τις παράνομες κεραίες των δημοτικών σταθμών στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Οι δήμαρχοι αντεπιτέθηκαν, με οπαδούς του κόμματος να φρουρούν τις κεραίες.


Εντούτοις, τα πρώτα δείγματα του δημοτικού ραδιοφώνου δεν ήταν αυτό που μερικοί πρόβλεπαν για την ελεύθερη ραδιοφωνία. Όπως ο αρθρογράφος Πέτρος Ευθυμίου (1987) ανέφερε, «Η ελεύθερη ραδιοφωνία είναι μια ευκαιρία για να αλλάξουν συνολικά οι νοοτροπίες και πρακτικές μας», αλλά δυστυχώς, το δημοτικό ραδιόφωνο απλώς διαιώνιζε την παλιά νοοτροπία. Ήταν το ραδιόφωνο των πολιτικών και όχι του κοινού. ούτε αμερόληπτο ραδιόφωνο ήταν. Ακόμη και οι διευθυντές των δύο πρώτων δημοτικών σταθμών είχαν αμφιβολίες για το δημοτικό ραδιόφωνο. Ο Γ. Τζανετάκος είχε δηλώσει ότι η ελεύθερη ραδιοφωνία έπρεπε να είναι κάτι περισσότερο από δημοτικο ραδιόφωνο, ενώ ο διευθυντής του σταθμού «Κανάλι 1» του Πειραιά Α. Βέλιος δήλωσε ότι δεν πίστευε στο δημοτικό ραδιόφωνο, επειδή οι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούν για τα μικροπροβλήματα συνοικιών.
(Παπασπύρου 1987, σελ. 69).

Στο αρχικό στάδιο της ελεύθερης ραδιοφωνίας παρουσιάστηκαν πολλά προβλήματα, ανάμεσα στα οποία ήταν τόσο η απειρία των εκφωνητών, όσο και οι διάφορες ερωτήσεις όσον αφορά το ρόλο και την ταυτότητα της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Μερικές απ’ αυτές τις ερωτήσεις ήσαν οι εξής: Θα ’πρεπε άραγε να υπάρχουν οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί; Τι θα γίνει με τους ερασιτεχνικούς σταθμούς; Μπορούν οι μη-κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί να μεταδίδουν ειδήσεις; Και αν ναι, κάτω από ποιες συνθήκες; Από πού προέρχονταν τα χρήματα που ξοδεύονταν για τη συντήρηση αυτών των σταθμών; Και τελικά, ποια επρόκειτο να είναι η πολιτική γραμμή αυτών των σταθμών, λαμβάνοντας υπόψη οτι οι πολιτικοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυσή τους;

Ο νέος νόμος για τη Ραδιοτηλεόραση (Ρ/Τ), (νόμος 1730/1987 διατηρούσε το μονοπώλιο της ΕΡΤ αλλά το άρθρο 2, παράγραφος 4 αυτού του νόμου ανέφερε ότι ο Υπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης μπορούσε να εκχωρήσει άδειες ίδρυσης και λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών (FM) τοπικής εμβέλειας. Άδειες μπορούσαν να λάβουν ιδιώτες, εταιρείες ή τοπικές αρχές, αλλά κανείς δεν εδικαιούτο περισσότερες από μία άδεια και δεν επιτρεπόντουσαν ιδιωτικά ραδιοφωνικά δίκτυα ή αλυσίδες.

Ο νόμος προέβλεπε τη σύσταση επιτροπής, αρμόδιας για τις διαδικασίες για τις άδειες. Την Επιτροπή για την Τοπική Ραδιοφωνία συγκροτούσαν οι εξής: Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ και δυο καθηγητές πανεπιστημίου, όλοι διορισμένοι για τρία χρόνια.

Ο νόμος αυτός άφησε πολλές ρυθμίσεις και λεπτομέρειες για αργότερα. Αυτές ήλθαν με το Προεδρικό Διάταγμα 25/1988. Το Διάταγμα επέτρεψε την ίδρυση ραδιοφωνικών σταθμών στα FM, μεταξύ 87.5 και 107.7 Μεγακύκλους (MHZ), μόνο μετά από άδεια.

Οι δημοτικοί σταθμοί έπρεπε να επιβλέπονται από ΔΣ στο οποίο θα μετείχαν όλες οι παρατάξεις που εκπροσωπούνταν στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης. Το διάταγμα επίσης καθιέρωνε τις τεχνικές προδιαγραφές των σταθμών και έθετε ανώτερα όρια στον διαφημιστικό χρόνο. Κατά προτεραιότητα θα έπαιρναν άδειες διάρκειας δυο ετών που μπορούσαν να ανανεωθούν, τοπικές αρχές, εκδοτικά συγκροτήματα και ραδιοερασιτέχνες. Αυτή από τις ρυθμίσεις του ΠΔ που αμφισβητήθηκε εντονότερα ήταν εκείνη που προέβλεπε την ύπαρξη «Επιτροπών Δεοντολογίας» για κάθε σταθμό που θα το αποτελούσαν κυρίως δημοσιογράφοι (Άρθρο 15).

Οι παραπάνω περιορισμοί αντανακλούσαν την αβεβαιότητα των πολιτικών απέναντι σε μια πλήρως ελεύθερη ραδιοφωνία. Το ΠΑΣΟΚ γενικά θεωρούσε ότι όλοι οι νέοι σταθμοί ήταν πολιτικά αντίθετοί του. Η ΝΔ δεν υποστήριζε άνευ όρων την «ελεύθερη ραδιοφωνία» αλλά μόνο στις περιπτώσεις που την ευνοούσε κομματικά ή ενοχλούσε την κυβέρνηση. Για παράδειγμα, ακόμη και μερικά μέλη της δεν ήθελαν να εκπέμπουν οι ιδιωτικοί στάθμοί ειδήσεις. Η Αριστερά, τέλος, από τη μια μεριά ήταν αντίθετη στην ιδιωτική Ρ/Τ, ενώ από την άλλη, την έβλεπε σαν τον μόνο πιθανό τρόπο για τον εκδημοκρατισμό των μέσων.
Οι περισσότεροι από αυτούς που εξέπεμπαν ήταν αντίθετοι με το προεδρικό διάταγμα, άλλοι επειδή επέβαλε όρια στην κάλυψη των ειδήσεων, και άλλοι επειδή δεν ήθελαν καθόλου περιορισμούς. Ακόμη, ενώ μερικοί δήλωναν ότι τα πρότυπα που επέβαλε το ΠΔ στους τοπικούς σταθμούς ήταν πιο σκληρά από εκείνα που ίσχυαν για το κρατικό ραδιόφωνο όσον αφορά τις ειδήσεις και τα πολιτικά ρεπορτάζ, άλλοι ήταν αντίθετοι επειδή πίεζε τους δημοτικούς σταθμούς να λάβουν υπόψη όλα τα κόμματα που αντιπροσωπεύονταν στα δημοτικά συμβούλια.

Υπήρχαν επίσης επικρίσεις για τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για την κάλυψη των προεκλογικών εκστρατειών, οι οποίες θεωρούνταν ότι δεν επέτρεπαν τον αληθινό δημοκρατικό διάλογο. Τέλος, αντικείμενο επικρίσεων αποτελούσε και η πρόβλεψη για τη δημιουργία Επιτροπών Δεοντολογίας από δημοσιογράφους, αφ’ ενός επειδή στις εφημερίδες δεν υπήρχε αντίστοιχος θεσμός και αφ’ ετέρου επειδή έτσι αποκλείονταν άλλοι ειδικοί των μέσων.

Ένα σημαντικό πρόβλημα με τον νόμο και τα διατάγματα ήταν το τι άφηναν απ’ έξω. Ασχολούνταν με τις πολιτικές εκπομπές, που ενδιέφεραν το κόμμα που ήταν στην εξουσία, αλλά δεν ρύθμιζαν κρίσιμα προβλήματα, όπως ο αριθμός συχνοτήτων που ήταν διαθεσιμος. Άλλωστε, και η Κοινοβουλευτική Επιτροπή που συστήθηκε για να καθορίσει τα κριτήρια για την ιδιωτική ραδιοφωνία δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να συζητήσει το θέμα.
Παρ’ όλα αυτά, οι πρώτες άδειες για ραδιοφωνικούς σταθμούς εκδόθηκαν τον Μάιο του 1988. Επρόκειτο για 29 άδειες και τις περισσότερες τις πήραν εκδότες και δημοτικές αρχές. Η επιτροπή δεν ανακοίνωσε ποτέ τα κριτήρια με τα οποία κατένειμαν αυτές τις άδειες και δεν παρεχώρησε μαζί με τις άδειες συγκεκριμένες συχνότητες. Έτσι, όταν ο πρώτος ιδιωτικός σταθμός, ο TOP FM του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, βγήκε στον αέρα τον Μάιο του 1988, έγινε ξεκάθαρο ότι οι ραδιοερασιτέχνες δεν ωφελούνταν. Πάντως, μερικοί πρώην πειρατές βρήκαν εργασία ως παραγωγοί προγράμματος σε δημοτικούς και ιδιωτικούς σταθμούς.

Πολλοί που εξέπεμπαν στην Αθήνα συνέχισαν την πειρατεία στα ραδιοφωνικά κύματα και αντιμετώπισαν δυσκολίες με τον νόμο. Οι επαρχιακοί πειρατές είχαν καλύτερη μεταχείριση: πολλοί από αυτούς πήραν άδειες, και κατέκτησαν το 40% του επαρχιακού ακροατηρίου, αφήνοντας 60% για το κρατικό ραδιόφωνο .
(Ρουμελιώτης 1988, 17 Οκτωβρίου).

Εκτός από τους παραδοσιακούς πειρατές, και άλλοι ιδιώτες ή εταιρείες εξέπεμπαν χωρίς άδεια.
Αυτές οι νέες συνθήκες προκάλεσαν πραγματική έκρηξη νέων σταθμών. Πολλοί απ’ αυτούς στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη άρχισαν να λειτουργούν 24 ώρες σε μόνιμη βάση, με αποτέλεσμα την ένταση του ανταγωνισμού για ακροατήριο και για προσωπικό ραδιοφώνου. Μέχρι το τέλος του 1988 υπήρχαν 22 ραδιοφωνικοί σταθμοί με άδεια στην Θεσσαλονίκη, πέρα από τα τέσσερα προγράμματα της ΕΡΑ, και πιθανότατα μέχρι και 100 πειρατικοί που μοιράζονταν τα ραδιοφωνικά κύματα.

Στην Αθήνα, την ίδια εποχή, υπήρχαν 52 σταθμοί με κανονικές άδειες ή σταθμοί που είχαν υποβάλλει αίτηση για άδεια και μέχρι και 20 σταθμοί χωρίς άδεια, στους οποίους πρέπει να προσθέσουμε και άλλους 60 που περίμεναν να πάρουν τις συχνότητες που απέμειναν. Με ένα άλλο σύνολο αιτήσεων αδειών που έγιναν δεκτές στις αρχές του 1989, τελικά περισσότερες από 200 άδειες είχαν παραχωρηθεί σε όλη τη χώρα. Εντούτοις, ήταν δύσκολο να γνωρίζει κανείς τον ακριβή αριθμό των σταθμών που λειτουργούσαν, καθώς μερικοί λειτουργούσαν χωρίς άδεια, ενώ άλλοι με άδεια δεν είχαν ακόμη αρχίσει να εκπέμπουν. Τον Μάιο του 1989 η Επιτροπή για την Τοπική Ραδιοφωνία παραχώρησε 22 ακόμη άδειες αλλά κατένειμε μόνο 16 συχνότητες και διέταξε κάποιους σταθμούς να μοιραστούν συχνότητες.




Γενικά, δημιουργήθηκαν πλήθος προβλήματα. Υπήρχαν πειρατικοί σταθμοί που χρησιμοποιούσαν συχνότητες που ανήκαν σε σταθμούς με άδειες. σταθμοί που εξέπεμπαν με μεγαλύτερη ισχύ απ’ ότι επιτρεπόταν. σταθμοί που κατασκεύαζαν πομπούς σε μέρη που δεν είχαν δικαίωμα. και δήμαρχοι που είχαν θέση σε λειτουργία περισσότερους από ένα σταθμούς, χωρίς άδεια. Για παράδειγμα, εκτός από τον FM-100, ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, Σωτήρης Κούβελας, κατασκεύασε δύο ακόμα σταθμούς στην ίδια πόλη, τον FM-101, έναν σταθμό προσανατολισμένο στη νεολαία που έπαιζε κυρίως ξένη μουσική, και τον FM-100,5, πολιτιστικό σταθμό.


Υπό την πίεση αυτών των προβλημάτων, πολλοί ιδιοκτήτες σταθμών το 1989 ίδρυσαν τη Διαρκή Επιτροπή Τοπικών Ραδιοσταθμών (ΔΕΤΟΡΣ). Αλλά οι ιδιοκτήτες δεν είχαν συνοχή, καθώς ανήκαν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα. Γιατί βέβαια, από τα μεγαλύτερα προβλήματα της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» ήσαν τα πολιτικά. Αν και οι μεγάλοι δημοτικοί σταθμοί επέτρεπαν να ακουστούν όλα τα κόμματα (γεγονός για το οποίο μερικοί δήμαρχοι είχαν επικριθεί από τα δικά τους κόμματα ως μη αρκετά κομματικοί), οι περισσότεροι δημοτικοί σταθμοί ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχο του δημάρχου. Πάντως οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έτειναν να θέτουν σε υγιέστερη βάση τη συζήτηση των πολιτικών θεμάτων με τις ειδήσεις τους και τα προγράμματα δημοσίων υποθέσεων, ιδιαίτερα με συνεντεύξεις, οι οποίες συχνά αποτελούσαν ειδήσεις από μόνες τους, δημιουργώντας ένα φόρουμ για πολιτικά πρόσωπα και διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Μπρος σε αυτή τη νέα κατάσταση, το κρατικό ραδιόφωνο δεν έμεινε ανεπηρέαστο. Στην Θεσσαλονίκη, όπου ο FM-100, έφτασε να συγκεντρώνει το 50% του ακροατηρίου, η ΕΡΤ δημιούργησε έναν νέο ραδιοφωνικό σταθμό, τον 102 FM Stereo, με στοιχεία ελεύθερης ραδιοφωνίας, με μεγαλύτερη έμφαση στην ελληνική μουσική. Ακομα αύξησε το ποσοστό του «ζωντανού προγράμματος», το οποίο αρχικά είχε μέσο όρο λιγότερο από 25%, ενώ το Τέταρτο Πρόγραμμα ολοκληρωτικά άλλαξε τη φόρμουλά του στοχεύοντας σε νεότερο κοινό. Μια από τις νεωτερικές αλλαγές ήταν να ανοίξει τα ραδιοφωνικά κύματα του σε ραδιοπειρατές για μια ώρα κάθε νύχτα. Οι σταθμοί της ΕΡΑ μείωσαν επίσης το ποσοστό της ελληνικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής με σκοπό να εμπλουτίσουν το πρόγραμμά τους με τον αγγλο-αμερικάνικο ήχο των ιδιωτικών σταθμών. Επιπλέον, η ΕΡΤ ίδρυσε έναν νέο περιφερειακό FM σταθμό, τον «Ράδιο Αιγαίο», στην Λέσβο. Την ίδια περίοδο, πολλοί κρατικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που είχαν εκπέμψει για χρόνια στα ΑΜ άρχισαν να εκπέμπουν επίσης στα FM.

Εντούτοις, οικονομικά προβλήματα άρχισαν να εμφανίζονται στους νέους σταθμούς. Αν και ο Αθήνα 98,4 είχε καταφέρει να έχει κέρδος 105 εκατομμυρίων δραχμών μέσα στους πρώτους επτά μήνες της λειτουργίας του, όντας ο πιο δημοφιλής σταθμος στην Αθήνα, συνάμα υπήρχαν τόσοι πολλοί νέοι σταθμοί που η ραδιοφωνική διαφημιστική δαπάνη, αρχικά μόνο 6% του συνόλου, δεν επαρκούσε. Το 1989, το ραδιοφωνικό μερίδιο των συνολικών διαφημιστικών δαπανών αυξήθηκε στο 7,3%, αλλά και αυτό ακόμα δεν ήταν αρκετό.
Οι οικονομικές δυσκολίες έγιναν έντονες ιδιαίτερα στους συνεταιρικούς δημοτικούς σταθμούς που λειτουργούσαν γύρω από την Αθήνα, και είχαν ως αποτέλεσμα την πρώτη απεργία των υπαλλήλων μη κρατικών ραδιοφωνικών σταθμών –αλλά και οι υπάλληλοι σε άλλους σταθμούς δεν πληρώνονταν κανονικά. Ακόμη, εκπρόσωποι των οργανισμών πνευματικών δικαιωμάτων απείλησαν να προσφύγουν στα δικαστήρια γιατί οι σταθμοί δεν κατέβαλαν τα δικαιώματα για τους δίσκους που έπαιζαν.

Τα οικονομικά προβλήματα είχαν επίσης ως αποτέλεσμα έναν μεγαλύτερο ανταγωνισμό ανάμεσα στους σταθμούς για την εξασφάλιση εισοδημάτων από δημοφιλή προγράμματα και δημοφιλείς παρουσιαστές, ιδιαίτερα στην Αθήνα. Και οι ιδιωτικοί και οι δημοτικοί σταθμοί στηρίζονταν στα δημοφιλή προγράμματα για να κερδίσουν μεγάλο ακροατήριο έτσι ώστε να εξασφαλίσουν κέρδη και πολιτική ισχύ, αντιστοίχως. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων, αναρίθμητα «ραδιοφωνικά αστέρια», καθώς επίσης και διοικητικά στελέχη σταθμών, άλλαξαν σταθμούς, είτε για περισσότερα χρήματα ή λόγω διαφωνιών με το πρόγραμμα ή λόγω πολιτικών διαφορών. ΣΕ αυτό το περιβάλλον, η ελεύθερη ραδιοφωνία έφτασε να σημαίνει ζωντανό ραδιόφωνο, διαγωνισμούς, δώρα και μπίνγκο και πρωταρχικά αγγλο-αμερικάνικη μουσική.

Η ξένη μουσική, εντούτοις, είχε κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα πολύ πριν την περιπέτεια του ελεύθερου ραδιοφώνου. Πέρα από τους πειρατικούς σταθμούς, οι περισσότεροι των οποίων εξέπεμπαν ξένη μουσική, το κρατικό ραδιόφωνο είχε επίσης ικανό ποσοστό ξένης μουσικής. Σε οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας, οι ακροατές στην Ελλάδα μπορούσαν να βρουν ξένη δημοφιλή μουσική σε κάποιο σταθμό. Το Δεύτερο και το Τέταρτο Πρόγραμμα παρείχαν την περισσότερη ξένη μουσική σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι δύο υπηρεσίες εξέπεμπαν ξένη μουσική με διακοπές όλη τη μέρα και είχαν ειδικά προγράμματα κατά τη διάρκεια της εβδομάδας που έπαιζαν αποκλειστικά ξένη μουσική. Το Δεύτερο Πρόγραμμα εξέπεμπε ξένη μουσική αποκλειστικά κατά το 26% των συνολικών ωρών προγράμματος, ενώ 14% περιελάμβανε ένα μείγμα ελληνικής και ξένης μουσικής.
(Τσάμπρας, 1985, 6 Απριλίου).

Το Τέταρτο Πρόγραμμα εξέπεμπε ξένη μουσική αποκλειστικά κατά 10% των συνολικών ωρών, ενώ 23% περιελάμβανε ένα μείγμα ελληνικής και ξένης μουσικής
(Τσάμπρας, 1985, 27 Απριλίου).

Γενικά, το ελληνικό κρατικό ραδιόφωνο ήδη παρείχε τη μεγαλύτερη ποικιλία προγραμμάτων που ένα ραδιόφωνο μπορούσε πιθανώς να προσφέρει, με τον αριθμό των σταθμών και τα τέσσερα προγράμματα που διέθετε. Τα ραδιοφωνικά προγράμματα της ΕΡΑ δεν ήταν συνήθως «ζωντανά», και είχαν μουσική μαζί με άλλα διάφορα θέματα είτε ενημερωτικά ή ψυχαγωγικά. Τα προγράμματα σε ιδιωτικούς ή δημοτικούς σταθμούς συνήθως ήσαν «ζωντανά», περιείχαν διαφημίσεις, και συχνά περιείχαν διάφορους διαγωνισμούς.

Οι περισσότεροι νέοι ραδιοφωνικοί σταθμοί δεν στόχευαν σε συγκεκριμένα ακροατήρια (narrowcasting) όλη την ημέρα, αλλά διαμόρφωναν τρίωρες ζώνες προγράμματος. Για παράδειγμα, ο δημοτικός σταθμός του Πειραιά είχε δέκα παραγωγούς ζώνης, ο καθένας υπεύθυνος για ένα τρίωρο. Επειδή αυτοί οι νέοι σταθμοί βγήκαν στον αέρα όλοι μαζί, πολλοί παραγωγοί/εκφωνητές είτε ερχόντουσαν από το κρατικό ραδιόφωνο είτε ήταν πρώην ραδιοπειρατές. Αυτοί οι πρώην πειρατές ήταν αυστηρά disc jockeys.

Οι περισσότεροι νέοι ραδιοφωνικοί σταθμοί αφιέρωναν περίπου 30% του προγράμματός τους σε ειδήσεις, συζητήσεις για θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος και αθλητικά, ενώ το υπόλοιπο ήταν μουσική. Το μερίδιο της μουσικής είχε ισχυρή αμερικανική συνιστώσα.

Τα εβδομαδιαία μερίδια ακροαματικότητας των ραδιοφωνικών σταθμών προκαλούσαν αντιπαραθέσεις, καθώς συχνά έδειχναν αντίθετα αποτελέσματα. Σύμφωνα με αυτά, οι πιο δημοφιλείς σταθμοί στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ήταν ο «Αθήνα 98,4» και οι ιδιωτικοί σταθμοί Sky, Top FM και Αντέννα. Ένας άλλος δημοφιλής σταθμός ήταν ο Jeronymo Groovy, πρώην πειραματικός σταθμός που είχε βγει στον αέρα από το 1966.

Εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε όσο διεξοδικά γίνεται και στην πρώτη προσπάθεια ιδιωτικού ραδιοφώνου στην περιοχή μας. Συγκεκριμένα το 1987 ιδρύεται στην Άρτα, το Ράδιο Άρτα, μια συλλογική προσπάθεια από νεαρούς, πρώην ραδιοπειρατές οι περισσότεροι, όπως ο Σαλαμούρας, οι αδερφοί Παπαθανασίου, ο Κολοβάτσιος, ο Πανοδήμος και άλλοι που δεν θυμάμαι τα ονοματά τους. Το Ράδιο Άρτα ήταν μάλιστα από τους πρώτους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας, σε μια δύσκολη περίοδο. Φυσικά επειδή λειτούργησε σε επαγγελματικό επίπεδο ήταν και από τους πρώτους στην χώρα που απέκτησε άδεια λειτουργίας. Μπορεί να μιλάμε για επαγγελματικό επίπεδο αλλά οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γινόταν οι εκπομπές ήταν εξαιρετικά δυσχερής. Μηχανήματα απαρχαιωμένα, πομποί ιδιοκατασκευές με μεράκι από τους συνεργάτες μας, πικάπ τα οποία σταματούσαμε με τα χέρια για να ξεκινήσει το τραγούδι μετά την πρόζα και διάφορα τέτοια. Όμως επικρατούσε τέτοιο μεράκι, κέφι, ζωντάνια και γνώση του αντικειμένου (της ξένης μουσικής) που αμέσως ο σταθμός αγαπήθηκε από το κοινό όλης της γύρω περιοχής, άρτας, φιλιππιάδας, πρέβεζας, αμφιλοχίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι 20 χρόνια αργότερα υπάρχουν άνθρωποι που μιλούν με ενδιαφέρον και νοσταλγία για την εκπομπή Βόλτες στο κόσμο του Βινυλίου, που σάρωνε κυριολεκτικά. Να σας πω μόνο ότι σε ένα διαγωνισμό εκείνης της εποχής ζητούσαμε από τους ακροατές να έρθουν με μια απόδειξη αγοράς στα χέρια τους από το κατάστημα που ήταν χορηγός της εκπομπής. Όποιος ερχόταν πρώτος θα κέρδιζε ένα μπουφάν μάρκας Replay δώρο του χορηγού. Αποτέλεσμα ήταν να γίνει πραγματική συγκέντρωση στην πλατεία Κιλκίς. Μαζεύτηκαν πάνω από 2000 ακροατές οι οποίοι προκάλεσαν κομφούζιο και φυσικά ήρθε η αστυνομία να ρυθμίσει την κυκλοφορία.

Το ραδιόφωνο τότε είχε τρομερή δύναμη και ο κόσμος το πίστευε σαν μέσο. Κάποια άλλη στιγμή – δεν είναι του παρόντος – θα σας μεταφέρω στιγμές ραδιοπειρατών από την Φιλιππιάδα. Ευτυχώς συμμετείχα σε κάποιες προσπάθειες εκείνης της εποχής, από το 1984 με τον λαμπάτο σταθμό του Σπύρου Χρόνη στην Παλιά Φιλιππιάδα μέχρι το 1989 και τον εναλλακτικό σταθμό των αδερφών Τσακαγιάννη.

Κατά το τέλος της πρώτης διετίας της ελεύθερης ραδιοφωνίας, τα ανταγωνιστικά κέντρα εξουσίας της ελληνικής ραδιοφωνίας ήταν οι κρατικές ραδιοφωνικές υπηρεσίες (ΕΡΑ), οι δημοτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, και οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί εκδοτών εφημερίδων. Την ίδια περίοδο οι ραδιοερασιτέχνες, οι μόνοι που πραγματικά ασκούσαν «ελεύθερη ραδιοφωνία», μάχονταν για να τους επιτραπεί να συμμετάσχουν. Η συνεχής εξέλιξη των ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών χωρίς μεγάλη επίβλεψη από το κράτος είχε οδηγήσει στην απελευθέρωση των ραδιοφωνικών κυμάτων καθώς επίσης και σε τρομερά μεγάλα τεχνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα. Πέρα από όλα τα προβλήματα, εντούτοις, η «ελεύθερη ραδιοφωνία», ως κίνηση, ήταν δημοφιλής. Σπινθήριζε πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις, και ήταν πολυσυζητημένο στα μέσα. Αν και πολλοί ένιωθαν ότι αυτή η χαοτική κατάσταση της ελληνικής ραδιοφωνίας ήταν προσωρινή, υπήρχε και η αίσθηση ότι «τίποτα δεν είναι πιο μόνιμο από το προσωρινό». Στο μεταξύ, η ιδιωτικοποίηση του ραδιοφώνου άνοιξε την όρεξη του κόσμου για περισσότερες επιλογές και στα προγράμματα της τηλεόρασης.
Σε λίγες ημέρες το τρίτο και τελευταίο μέρος!
Σημειώσεις:
Θ. Ζαχαρόπουλου - Μ. Παράσχου: Mass Media in Greece
Δημήτρης Ψυχογιός : Μέσα Επικοινωνίας
Γιώργος Κολοβάτσιος

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Η ιστορία της ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα!(Μέρος πρώτο)

Τις προηγούμενες ημέρες η κυβέρνηση έφερε προς κύρωση στην βουλή το νομοσχέδιο για την συγκέντρωση των μέσων. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρόνια ολόκληρα μετά την ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο κυρίως σε σχέση με τις άδειες σε αθήνα και περιφέρεια. Το τι φέρνει το νέο νομοσχέδιο θα το αναλύσουμε σε άλλο άρθρο. Σήμερα και σε μερικές συνέχειες θα ασχοληθούμε διεξοδικά με την ιστορία της ραδιοτηλεόρασης στην χώρας μας. Θα καταλάβετε πολλά πράγματα και το κυριότερο θα βγάλετε μόνοι σας τα συμπεράσματά σας για το τι σημαίνει ραδιοφωνία και τηλεόραση στην Ελλάδα.

Πρώτες μέρες

Στην Ελλάδα, όπως συνέβη και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η ραδιοφωνία ξεκίνησε δειλά την δεκαετία του 20΄.Την εποχή που στην χώρα μας ακόμη πειραματιζόμασταν στις ΗΠΑ υπήρχαν περισσότεροι από 500 σταθμοί. Την 1η Μαρτίου 1922, όταν η Ελλάδα είχε εμπλακεί στη μικρασιατική εκστρατεία, ο Κώστας Πετρόπουλος, καθηγητής φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, επέδειξε ένα ολοκληρωμένο σύστημα ραδιοφωνικής λήψης στην Εταιρεία Φυσικών Επιστημών.
Ένα χρόνο αργότερα, το πρώτο πείραμα ραδιοφωνικής μετάδοσης στην Ελλάδα έγινε στον σταθμό Βοτανικού της Διεύθυνσης Ραδιοηλεκτρικής Υπηρεσίας Ναυτικού (ΔΡΥΝ) στην Αθήνα, χρησιμοποιώντας έναν πομπό 200 Βατ. Αυτά τα πρώτα πειράματα διήρκεσαν μόνο μερικές εβδομάδες και έγιναν με μηχανήματα κατασκευασμένα από τη σουηδική εταιρεία.
Swensa Radio Aktiebolaget («Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο χρόνων, έγιναν κι άλλες πειραματικές μεταδόσεις στην Αθήνα, στη σχολή Μεγαρέως, που ήταν η πρώτη σχολή στην Ελλάδα που προσέφερε σπουδές ραδιοφώνου και ηλεκτρονικών. Αυτές οι εκπομπές γίνονταν από ερασιτέχνες που ίδρυσαν την Ένωση Ελλήνων Ερασιτεχνών Ασυρμάτου. Οι εκπομπές διαφημίστηκαν στις εφημερίδες με αποτέλεσμα διάφοροι ν’ αρχίσουν να φτιάχνουν μόνοι τους ή να αγοράζουν δέκτες για να τις ακούν ή για να «πιάνουν» ξένους σταθμούς.
Το Υπουργείο Ναυτικών, το οποίο ήταν αρμόδιο για την ραδιοφωνία μεταξύ 1921 και 1926, παραχωρούσε άδειες λήψης έναντι 500 δραχμών. Η εγκατάσταση εξωτερικής κεραίας απαγορευόταν, και επιτρεπόταν μόνο μια εσωτερική κεραία σε κάθε σπίτι. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ήθελε να αποθαρρύνει την εξάπλωση της ραδιοφωνίας, μέχρις ότου αποκτήσει ολοκληρωτικό έλεγχο πάνω της. Επιπλέον, στη Βόρεια Ελλάδα δεν επιτρεπόταν η κατοχή δεκτών μέχρι το 1928.
(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).

Το 1926, στο Υπουργείο Συγκοινωνίας, αρμόδιο για τα Ταχυδρομεία, τον Τηλέγραφο και την τηλεφωνία, ιδρύθηκε ειδική Ράδιο-ηλεκτρική Υπηρεσία για να αναλάβει τον έλεγχο των ραδιοφωνικών εκπομπών. Το Υπουργείο πραγματοποίησε αργότερα περιοδικές μεταδόσεις από τον Πειραιά για το Λιμενικό Σώμα και μετέδιδε εκκλησιαστικές λειτουργίες για τους ασθενείς νοσοκομείων
(Emery, 1969, 572).

Ο πρώτος σταθμός που μετέδωσε κανονικά προγράμματα ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη το 1928 από τον Χρήστο Τσιγγιρίδη, ο οποίος είχε ζήσει στη Γερμανία αρκετά χρόνια και είχε σπουδάσει ηλεκτρονική στο Πανεπιστήμιο της Στουτγάρδης. Γυρίζοντας στην Ελλάδα, ο Τσιγγιρίδης είχε φέρει μαζί του όλα τα αναγκαία εξαρτήματα που χρειάζονταν για να φτιάξει πομπό. Λειτούργησε τον σταθμό του από στούντιο που έχτισε στον χώρο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Ο σταθμός του είχε πομπό ισχύος 4,5 KW (κιλοβάτ) και εξέπεμπε σε συχνότητα μεσαίων κυμάτων (218,5 kHz), με κεραία ύψους 45 μέτρων.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 20).

Τα πρώτα προγράμματα του σταθμού περιελάμβαναν μουσική, ειδήσεις, συνεντεύξεις, διαλέξεις από καθηγητές και περιστασιακά σχόλια από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, χρηματοδοτούσε τις λειτουργίες του σταθμού από τις δικές του οικονομίες, και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να αρχίσει να έχει κέρδη από τον αυξανόμενο αριθμό των διαφημίσεων.
Το 1929 η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου άρχισε να κάνει κάποιες προσπάθειες για να αναπτυχθεί η ραδιοφωνία. Ξεκίνησε τις διαδικασίες με το να ζητήσει προσφορές για την εγκατάσταση πομπού που θα εξυπηρετούσε ολόκληρη τη χώρα. Η χαμηλότερη προσφορά προήλθε από κάποιον Ηρακλή Δημητριάδη, που πρότεινε να αναλάβει την εγκατάσταση και λειτουργία πομπού Marconi ισχύος 12 KW (κιλοβάτ) και να χρεώνει κάθε ιδιοκτήτη ραδιοφωνικού δέκτη 1 δραχμή την ημέρα. Αυτή η συμφωνία κατέρρευσε αργότερα, λόγω διαφωνιών μεταξύ του Δημητριάδη και της κυβέρνησης. Μια παρόμοια συμφωνία έγινε το 1930 με τον Εμμανουήλ Μάρκογλου η οποία αργότερα ακυρώθηκε από την κυβέρνηση.
(Χατζηδούλης, 1988, Μάιος 27).

Παρ’ όλα αυτά, συνεχίστηκαν να γίνονται για μερικά ακόμα χρόνια πειραματικές μεταδόσεις από τον Όμιλο Φίλων Ασύρματου που ιδρύθηκε το 1927 (Τριανταφυλλόπουλος, 1987). Ο Όμιλος οργάνωσε σεμινάριο για την τεχνολογία του ραδιοφώνου το 1930 που περιελάμβανε και τη ραδιοφωνική εκπομπή της εναρκτήριας ομιλίας που απηύθυνε στο σεμινάριο ο υπουργός Συγκοινωνίας (Χατζηδούλης, 1988, 1η Ιουλίου). Υπήρχαν μόνο μερικοί χιλιάδες ραδιοφωνικοί δέκτες στην Ελλάδα την εποχή εκείνη, που συντονίζονταν στους παραπάνω σταθμούς και στα προγράμματα στην ελληνική γλώσσα που εκπέμπονταν από την Ιταλία. Το κόστος ενός δέκτη ήταν περίπου 8.000 δραχμές, απαγορευτικό για τον μέσο πολίτη.
(Χατζηδούλης, 1988, 23 Μαΐου).

Το 1936 η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να δημιουργήσει κρατικό ραδιοφωνικό σύστημα. Για τον Μεταξά, η ίδρυση ελληνικού ραδιοφωνικού δικτύου δεν ήταν μόνο ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας, αλλά και μέσο για την «εκπαίδευση» της ελληνικής κοινωνίας. Η έντονη συμπάθειά του για το γερμανικό «Τρίτο Ράιχ» είχε ως αποτέλεσμα σημαντική γερμανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτής της διείσδυσης, το 1936 η κυβέρνηση υπέγραψε συμβόλαιο με τη γερμανική εταιρεία Telefunken για την κατασκευή ενός πομπού μεσαίων κυμάτων ισχύος 100 W (Watt, βατ) στη Θεσσαλονίκη, ενός πομπού βραχέων κυμάτων 5 kW στην Κέρκυρα, και ενός πομπού επίσης βραχέων ισχύος 20 kW στην Αθήνα. Το συμβόλαιο γρήγορα ακυρώθηκε, αλλά αντικαταστάθηκε από ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο η Telefunken θα εγκαθιστούσε πομπό μεσαίων κυμάτων ισχύος 15 kW στα Λιόσια.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 18).

Στις 25 Μαρτίου 1938, η Ελλάδα ήταν μια από τις τελευταίες ευρωπαϊκές χώρες που απέκτησε εθνικό ραδιοφωνικό σταθμό με τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ να τον εγκαινιάζει (εκφωνώντας μέσω του σταθμού το διάγγελμα για την εθνική γιορτή). Κανονικό πρόγραμα, με μουσική από τη συμφωνική ορχήστρα του σταθμού, χορωδία, ειδήσεις, και κλασική μουσική, άρχισε να μεταδίδεται στις 21 Μαΐου 1938.
(Χατζηδούλης, 1988, 21 Μαΐου).


Το 1938 η κυβέρνηση ίδρυσε την Υπηρεσία Ραδιοφωνικών Εκπομπών που ανέλαβε την ευθύνη λειτουργία του σταθμού, η οποία ανήκε στο υπουργείο Τύπου και Τουρισμού. Όμως ο έλεγχος γενικά των τηλεπικοινωνιών ήταν υπό την ευθύνη του υπουργείου Συγκοινωνιών.
Μερικούς μήνες αργότερα, ένα άλλο συμβόλαιο υπογράφηκε με την Telefunken για να αυξηθεί η ισχύς του εθνικού σταθμού από 15 σε 70 kW, αλλά η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας ανέβαλε το σχέδιο. Κατά τη διάρκεια των πρώτων σταδίων του πολέμου, οι δύο υπάρχοντες σταθμοί (Αθηνών-Θεσσαλονίκης) μετέφεραν νέα από το μέτωπο και προσπαθούσαν να ανεβάσουν το ηθικό των στρατιωτών και του λαού.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 21).

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944), δεν υπήρξε καμιά επέκταση του δικτύου. Οι δυνάμεις κατοχής διέλυσαν το υπουργείο Τύπου και Τουρισμού και ίδρυσαν την Ανώνυμη Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία (ΑΕΡΕ) που ανέλαβε τις ραδιοφωνικές μεταδόσεις. Την ίδια περίοδο η Υπηρεσία Λογοκρισίας, με έδρα τη γερμανική πρεσβεία, επέβλεπε τις ειδικές προπαγανδιστικές εκπομπές.(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).

Οι δυνάμεις κατοχής υποχρέωσαν επιπλέον όλους τους ιδιοκτήτες ραδιοφώνων μέσα και γύρω από την Αθήνα να δηλώσουν τις συσκευές τους. Οι συσκευές «σφραγίστηκαν» με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να πιάνουν μόνο τον εθνικό σταθμό των Αθηνών –τον οποίο οι γερμανικές δυνάμεις έλεγχαν. Αλλά ραδιοφωνικές συσκευές υπήρχαν σε όλη τη χώρα και επανειλλημένα εκδόθηκαν διαταγές να παραδωθούν τα ραδιόφωνα, επί ποινή ισόβιας φυλάκισης ή και ακόμη και θανάτου.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 22).

Στόχος ήταν να απομονωθούν οι Έλληνες από τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά πολλοί κράτησαν τα ραδιόφωνά τους κρυμμένα –μερικοί έφθασαν να τα θάψουν στην αυλή τους– και πολλοί συχνά άκουγαν την ελληνική εκπομπή του BBC «Εδώ Λονδίνο».
Οι Γερμανοί ήθελαν να χρησιμοποιήσουν του δύο ελληνικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς για προπαγάνδα και για να ψυχαγωγήσουν τις στρατιωτικές δυνάμεις τους. Τους ήταν πολύ εύκολο να χειριστούν τον γερμανικής κατασκευής σταθμό της Αθήνας, αλλά ο σταθμός του Τσιγγιρίδη στη Θεσσαλονίκη είχε κατασκευαστεί από τον ίδιο τον Τσιγγιρίδη και έμοιαζε «πραγματικό χάος» .
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 27).

Οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να καλέσουν τον Τσιγγιρίδη να θέσει σε λειτουργία τον σταθμό. Ο Τσιγγιρίδης σαμποτάριζε συνέχεια τις γερμανικές μεταδόσεις προσποιούμενος βλάβες στα μηχανήματα και συχνά κλείνοντας τον σταθμό επειδή, υποτίθεται, χρειαζόταν επισκευές. Οι Γερμανοί φυλάκισαν τον Τσιγγιρίδη και προσπάθησαν να δουλέψουν στον σταθμό μόνοι τους. Ανίκανοι να το πετύχουν, έφεραν ξανά πίσω τον Τσιγγιρίδη, τοποθέτησαν κι έναν από τους μηχανικούς τους μαζί του για να μάθει να χειρίζεται τον σταθμό, κι επίσης κατέγραφαν κάθε κίνησή του μέσα στο σταθμό. Γνωρίζοντάς το, ο Τσιγγιρίδης συνέχεια έκανε άσχετες συνδέσεις, και οι Γερμανοί ποτέ δεν κατάφεραν να κάνουν τον σταθμό να λειτουργήσει. Τελικά, επέτρεψαν στον Τσιγγιρίδη να διοικεί τον σταθμό αν και συνέχισε να τον κλείνει για «απαραίτητες επισκευές». Οι γερμανικές δυνάμεις τελικά κατασκεύασαν δικό τους στθαμό 20 kW στη Θεσσαλονίκη.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 25).

Αποχωρώντας από την Ελλάδα στις 12 Οκτωβρίου 1944, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν τον εθνικό σταθμό με ωρολογιακές βόμβες, αλλά τα σχέδιά τους ανακαλύφθηκαν από τους τεχνικούς ραδιοφώνου και την ελληνική αντίσταση, και οι βόμβες εν μέρει εξουδετερώθηκαν πριν εκραγούν. Στις 20 Οκτωβρίου, δύο μέρες μετά την επιστροφή της ελληνικής κυβέρνησης από την εξορία, ο σταθμός ξανάρχισε να εκπέμπει κανονικά.
(«Ραδιοφωνία», 1956, σελ. 572).

Οι Γερμανοί όμως προξένησαν εξαιρετικά μεγάλες ζημιές στον σταθμό του Τσιγγιρίδη, και πήραν μαζί τους τα μηχανήματα του δικού τους σταθμού. Ο σταθμός του Τσιγγιρίδη ξαναβγήκε «στον αέρα» τον Σεπτέμβριο του 1945. (Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 26).
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών λειτουργούσε υπό καθεστώς λογοκρισίας και εξέπεμπε κυρίως τα βράδια. Το πρόγραμμά του περιελάμβανε ειδήσεις, παιδικές εκπομπές, κλασική και σύγχρονη ελληνική και ξένη μουσική, εκκλησιαστικές λειτουργίες, καθώς και εκπαιδευτικά προγράμματα που απευθύνονταν σε γυναίκες, αγρότες και άλλες κοινωνικές ομάδες. (Κωτσάκη, 1988).

Μετά τον πόλεμο

Στο πλαίσιο της γενικότερης μεταπολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας, η ελληνική κυβέρνηση το 1945 αποφάσισε να αναδιοργανώσει και να αναπτύξει τη ραδιοφωνία. Με τον νόμο 1755/1945 ιδρύθηκε το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) που το διοικούσε συμβούλιο διορισμένο από την κυβέρνηση και υπαγόταν στο Υπουργείο Προεδρίας. Το ΕΙΡ ανέλαβε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΑΕΡΕ και είχε το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών στην Ελλάδα. Στην πραγματικότητα υπήρχε ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός με κανονικά προγράμματα που ανήκε στο κράτος και ο σταθμός που ανήκε στον Τσιγγιρίδη. Το ΕΙΡ δοκίμασε να πιέσει τον Τσιγγιρίδη να εκπέμπει με το εθνικό σήμα, και όταν αρνήθηκε του έκλεισαν το σταθμό.
(«Ραδιοφωνικός Σταθμος», 1945).

Φαίνεται ότι η κυβέρνηση ήθελε ολοκληρωτικό έλεγχο αυτού του σημαντικού εργαλείου γιατί θα μπορούσε να παίξει ρόλο στην έκβαση του εμφύλιου πολέμου.
Το ΕΙΡ τότε προχώρησε στην δημιουργία δικού του σταθμού στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1947. Ο σταθμός είχε πολύ μικρή ισχύ, και το σήμα του λαμβανόταν μόνο μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Έτσι, το 1947, όταν ο Τσιγγιρίδης πέθανε, το ΕΙΡ διέθετε δυο μόνο σταθμούς στην Ελλάδα, με τρία στούντιο στο Ζάππειο, φτωχά εξοπλισμένα με πεπαλαιωμένα μηχανήματα. Επειδή οι σταθμοί δεν είχαν έσοδα από διαφημίσεις, το ΕΙΡ εχρηματοδοτείτο από την εισφορά που πλήρωναν οι κάτοχοι ραδιοφώνων, που υπολογίζονται σε 40.000 περίπου.
(Unesco, 1947, σελ. 123).


Το 1948, καθώς η οικονομική κατάσταση βελτιωνόταν, ένας πομπός βραχέων κυμάτων 7,5 kW εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έγινε εισαγωγή μηχανημάτων λήψης και ανταλλακτικών αξίας 50.000 δολλαρίων. (Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 29).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 η δημιουργία ραδιοφωνικών σταθμών άρχισε να επιταχύνεται. Σταθμοί κατασκευάστηκαν όχι μόνο από το ΕΙΡ αλλά επίσης και από ιδιωτικά συμφέροντα και από τις ένοπλες δυνάμεις. Ο σταθμός των ενόπλων δυνάμεων άρχισε σαν πειραματικός σταθμός από στρατιώτες για τη δική τους διασκέδαση κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
(McDonald, 1983, σελ. 164).

Άλλοι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων κατασκευάστηκαν με τη βοήθεια του Αμερικανικού Πενταγώνου το 1949, όταν με τον νόμο 968/1949 ιδρύθηκε ο Κεντρικός Ραδιοφωνικός Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος (που ονομαζόταν στην τρέχουσα «το Ενόπλων Δυνάμεων» ή απλώς «το Ενόπλων», κατ’ αναλογίαν προς «το ΕΙΡ»). Μέχρι το τέλος του 1949 λειτουργούσαν πέντε αντίστοιχοι στρατιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί, υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού.
(McDonald, 1983, σελ. 164).

Οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων ιδρύθηκαν για να «διαφωτίσουν» κατοίκους της Βόρειας Ελλάδας για τους κινδύνους του κομμουνισμού κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφύλια αντιπαράθεση, βοήθησαν την ελληνικη κυβέρνηση κατασκευάζοντας δυο ραδιοφωνικούς σταθμούς που εξέπεμπαν προγράμματα της Φωνής της Αμερικής (VOA) μέρος της ημέρας και προγράμματα της ελληνικής κυβέρνησης το υπόλοιπο της ημέρας.
(«Νέο Ραδιόφωνο των ΗΠΑ», 1949).

Αυτοί οι σταθμοί παρέμειναν και επεκτάθηκαν ακόμη και όταν πια άμεσος (κομμουνιστικός) κίνδυνος δεν υπήρχε. Το 1951 ο νόμος 1663/1951 νομιμοποίησε τη λειτουργία των σταθμών των Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι εκπομπές των στρατιωτικών σταθμών απευθύνονταν όχι μόνο προς τις ένοπλες δυνάμεις αλλά και προς το γενικό κοινό. Τα προγράμματά τους χρηματοδοτούνταν από στρατιωτικά κονδύλια (τον προϋπολογισμό του ΥΕΘΑ) και από διαφημιστικά έσοδα. Η ενίσχυση των δραστηριοτήτων των στρατιωτικών ραδιοσταθμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες επεκτάθηκε περαιτέρω με τη δωρεά δεκτών σε χωριά, έτσι ώστε οι χωρικοί «να εφοδιαστούν με επιχειρήματα για να αντιμετωπίσουν τη στατιαστική προπαγάνδα των κομμουνιστών πρακτόρων και, στις περιοχές κοντά στα βόρεια σύνορα, να αντικρούσουν τις πληροφορίες που στέλνει πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα το ελεγχόμενο από τους σοβιετικούς ραδιόφωνο».
(Sadgwich, 1953).

Επειδή οι σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων διεύρυναν τη δημοτικότητά τους, το ΕΙΡ ίδρυσε νέα υπηρεσία το 1952, το Δεύτερο Πρόγραμμα, για να μεταδίδει εκπομπές παρόμοιες μ’ αυτές των σταθμών των ενόπλων δυνάμεων. Το Δεύτερο Πρόγραμμα μετέδιδε διαφημίσεις και προγράμματα με δημοφιλή μουσική –σε αντίθεση με τον πιο σοβαρό προσανατολισμό του Πρώτου Προγράμματος, το οποίο μετέδιδε ειδήσεις, πληροφορίες, εκπαιδευτικά και καλλιτεχνικά προγράμματα, αλλά όχι διαφημίσεις. Έτσι ή αλλιώς, όλοι οι σταθμοί από το 1946 έως το 1953, είτε στρατιωτικοί είτε πολιτικοί, λειτουργούσαν υπό καθεστώς αυστηρής προληπτικής λογοκρισίας, που τον ασκούσε η κυβέρνηση βάσει του νόμου 818/1946.
(McDonald, 1983, σελ. 162).

Μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, άρχισαν να εμφανίζονται ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί. Ο πρώτος τέτοιος σταθμός βγήκε στον αέρα το 1950 και λειτουργούσε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αυτός ο σταθμός δεν έζησε πολύ, αλλά άλλοι ιδιωτικοί σταθμοί ιδρύθηκαν το 1952. Το ΕΙΡ δεν ενθάρρυνε τη δημιουργία τέτοιων σταθμών, αλλά και δεν προσπάθησε να τους σταματήσει, προφανώς γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είχαν μικρή ισχύ και ήσαν μακριά από την Αθήνα. Αυτοί οι σταθμοί χρηματοδοτούνταν από διαφημίσεις.
(Κεσσίσογλου, 1962, σελ. 39).

Μετά την ψήφιση του συντάγματος του 1952, το κοινοβούλιο ψήφισε και τον νόμο 2312/1953, με τον οποίο το ΕΙΡ απόκτησε εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, παραχωρώντας του ξανά το μονοπώλιο των ραδιοφωνικών εκπομπών, αν και οι σταθμοί των Ενόπλων Δυνάμεων δεν επηρεάζονταν. Ενώ τα προγράμματα και η λειτουργία της ήταν κάτω από τον έλεγχο του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, και οι τεχνικές λειτουργίες κάτω από τον έλεγχο του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνικων, το ΕΙΡ, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, ήταν διοικητικά και οικονομικά αυτόνομο. Αυτό το μοντέλο παρέμεινε σε λειτουργία για μερικά χρόνια, και μερικά από αυτό στοιχεία παραμένουν και σήμερα.
Το άρθρο 2 του νέου νόμου έδωσε στο ΕΙΡ το δικαίωμα να διατηρήσει και να εκμεταλλευτεί όλα τα τεχνικά μέσα για εκπομπή προγραμμάτων στο εσωτερικό και εξωτερικό. Το άρθρο 3 προέβλεπε τη δημιουργία εννεαμελούς Δ.Σ. Στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου περιλαμβάνονταν δημόσιοι υπάλληλοι και ιδιώτες που διορίζονταν από τον υπουργό Προεδρίας. Ο γενικός διευθυντής του ΕΙΡ διοριζόταν από το υπουργικό συμβούλιο με εισήγηση του υπουργού Προεδρίας. Μεταξύ του 1945 και 1965 υπήρξαν 22 γενικοί διευθυντές στο ΕΙΡ.
(McDonald, 1983, σελ. 162).

Τον Σεπτέμβριο του 1954 ιδρύθηκε το Τρίτο Πρόγραμμα του ΕΙΡ, με πρότυπο το Τρίτο πρόγραμμα του BBC, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην κλασική μουσική αλλά λειτουργώντας μόνο λίγες ώρες κάθε μέρα. Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάκαμψη της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960, που επέτρεψε στην Ελλάδα να αναπτυχθεί οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, έδωσε επίσης τη δυνατότητα να αυξηθεί και ο αριθμός των ραδιοφωνικών σταθμών. Μέχρι το 1961 υπήρχαν πέντε ιδιωτικοί και δώδεκα σταθμοί του ΕΙΡ. υπήρχαν επίσης και δώδεκα ραδιοφωνικοί σταθμοί των ενόπλων δυνάμεων, που λειτουργούσαν κυρίως στην Βόρειο Ελλάδα. Οι σταθμοί των Ενόπλων, είχαν μικρότερη ισχύ και κάλυπταν πολύ λιγότερη έκταση απ’ ότι οι εθνικοί σταθμοί.

Τα FM και η Τηλεόραση

Η τηλεόραση και η ραδιοφωνία FM έφτασε αργά στην Ελλάδα. Ιδιωτικά συμφέροντα πειραματίστηκαν με την τηλεόραση το 1953, αλλά το κράτος δεν είχε αναμιχθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει 15 εκατομμύρια δολλάρια που του οφείλονταν από την Ιταλία ως πολεμικές επανορθώσεις για να δημιουργήσει τηλεοπτικό δίκτυο με 17 σταθμούς, αλλά λόγω των σοβαρών οικονομικών αναγκών της χώρας και των μεγάλων καταστροφών που είχαν προκληθεί από σεισμούς εκείνη την εποχή, το σχέδιο αυτό εγκαταλείφθηκε.
(Emery, 1969, σελ. 290).

Το 1960 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης έγινε για πρώτη φορά πειραματική τηλεοπτική εκπομπή από τη ΔΕΗ, μόνο κατά τη διάρκεια της έκθεσης (Ντινόπουλος, 1987, σελ. 16). Το 1964 μια ιδιωτική εταιρεία ονομαζόμενη Τηλεόραση Βορείου Ελλάδος πήρε άδεια να μεταδίδει γεγονότα της ΔΕΘ σε περίπου 5.000 τηλεοπτικούς δέκτες που υπήρχαν την εποχή αυτή.
(Γέμελος, 1972, σελ. 75).

Τον Ιούνιο του 1965 ο πρώτος τηλεοπτικός σταθμός άρχισε να λειτουργεί πειραματικά για δυο ώρες κάθε μέρα στην Αθήνα, υπό την αιγίδα του ΕΙΡ («Πρώτη Ελληνική Τηλεόραση», 1965). Την ίδια εποχή το «Ενόπλων» άρχισε κι αυτό τα δικά του τηλεοπτικά πειράματα στην Αθήνα. Οι στρατιωτικοί φαίνεται ότι τα κατάφεραν αρχικώς καλύτερα από το ΕΙΡ, επειδή ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν στρατιωτικά κινηματογραφικά συνεργεία και άλλες παρόμοιες υπηρεσίες.
(Ντινόπουλος, 1987, σελ. 17).

Το 1966, αν και δεν υπήρχαν ακόμη κανονικές ραδιοφωνικές εκπομπές σε FM, οι τηλεοπτικές πειραματικές εκπομπές συνεχίζονταν. Εκείνη τη χρονιά έγινε ένα τριήμερο συμπόσιο στην Αθήνα για να συζητηθούν οι προοπτικές της τηλεόρασης στην Ελλάδα, ενώ το κοινό περίμενε εναγωνίως τα ελληνικά τηλεοπτικά προγράμματα. Οι λίγοι που διέθεταν τηλεοπτικούς δέκτες τότε, μπορούσαν να λαμβάνουν μόνο τις πειραματικές εκπομπές και ιταλικά προγράμματα. Η καθυστέρηση στην άφιξη της τηλεόρασης οφειλόταν εν μέρει στην αναποφασιστικότητα της κυβέρνησης για το θέμα και στη δυσκολία να επιτύχει ικανοποιητικές διεθνείς προσφορές για την κατασκευή τηλεοπτικού συστήματος, και εν μέρει στην αντίθεση των εκδοτών εφημερίδων και των ιδιοκτητών κινηματογραφικών αιθουσών.
(Γέμελος 1972, σελ. 74).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική αναστάτωση που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960, επέδρασε δυσμενώς στο όλο ζήτημα. Οι μεταβατικές κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου δεν είχαν τη δύναμη ή τη θέληση να προωθήσουν αυτό το θέμα, εξ αιτίας των πιο σημαντικών πολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν.
Η πρώτη επίσημη τηλεοπτική εκπομπή από το ΕΙΡ έγινε στις 23 Φεβρουαρίου 1966 στην Αθήνα, διήρκεσε δύο ώρες και περιελάμβανε κυρίως ειδήσεις και ταξιδιωτικά ντοκιμαντέρ που είχαν προμηθεύσει διάφορες πρεσβείες.
(Ντινόπουλος, 1987, σελ. 17).

Σκοπός αυτών των εκπομπών ήταν να εκπαιδευθεί προσωπικό στο καινούριο μέσο, να μελετήσουν πως θα μπορούσαν να προσαρμόσουν την τηλεόραση στην Ελλάδα, και να δημιουργηθεί η δομή για τη διοίκηση του τηλεοπτικού συστήματος.
Στο μεταξύ, το «Ενόπλων», αύξησε τις τηλεοπτικές εκπομπές σε τρεις κάθε εβδομάδα, ξεκινώντας το πρόγραμμα του τις 9:00 το βράδυ, όταν τέλειωναν οι εκπομπές του ΕΙΡ (McDonald, 1983, σελ. 167).

Στις ένοπλες δυνάμεις δόθηκε τεχνολογική βοήθεια για τον τηλεοπτικό σταθμο τους από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο σταθμός τους εγκαινίασε την πρακτική πώλησης χρόνου στους παραγωγούς, που εξέπεμπαν διάφορα προγράμματα, τα οποία περιελάμβαναν διαφημίσεις. Το πρώτο πρόγραμμα του σταθμού με διαφημιστική χορηγία ήταν το «Επικίνδυνη Αποστολή» (Mission Inpossible) το οποίο πρόσφεραν εταιρείες οινοπνευματωδών. Τα διαφημιστικά γραφεία άρπαξαν την ευκαιρία να γίνουν «χορηγοί» τηλεοπτικών προγραμμάτων, όπως είχαν κάνει και με το ραδιόφωνο παλιότερα («Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις» 1967). Το ΕΙΡ άρχισε να επιτρέπει παρόμοιες χορηγίες το 1971.

Όταν οι Συνταγματάρχες ανέτρεψαν την κυβέρνηση το 1967, ένα από τα πρώτα κτίρια που κατέλαβαν ήταν το κτίριο του ΕΙΡ. Στις 21 Απριλίου 1967, στις 6 το πρωί, το ραδιόφωνο εξέπεμψε επίσημο διάταγμα δηλώνοντας ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις είχαν αναλάβει την διακυβέρνηση της ώρας.
(Schwab and Frangos, 1973, σελ. 13).

Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών η χούντα χρησιμοποίησε τις εγκαταστάσεις του «Ενόπλων» και ανάγκασε το ΕΙΡ να αναμεταδίδει (McDonald, 1983, σελ. 164). Σύμφωνα με την Ελένη Βλάχου (1972, σελ. 59) οι νέοι υπεύθυνοι του ραδιοφώνου «μιλούσαν σε νέους σκληρούς στρατιωτικούς τόνους και εξέδιδαν πλήθος διαταγών που ακολουθούνταν από απειλές και πολύ λίγες εξηγήσεις».

Η χούντα αντιλήφθηκε τις εξαιρετικές προπαγανδιστικές δυνατότητες του μέσου και άρχισε να αναπτύσσει ένα πιο εκτεταμένο τηλεοπτικό σύστημα για να μπορέσει να αποκτήσει λαϊκή στήριξη. Αυτό θύμιζε ό,τι είχε κάνει η δικτατορία του Μεταξά με το ραδιόφωνο τη δεκαετία του 1930. Πάντως, κατά τη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν οι μόνες στην Ευρώπη που δεν είχαν εθνικό τηλεοπτικό δίκτυο που να καλύπτει όλη τη χώρα. Η Eurovision παρείχε στην ελληνική τηλεόραση σημαντικά παγκόσμια γεγονότα, όπως ο πρώτος περίπατος στη Σελήνη, διεθνείς ποδοσφαιρικούς αγώνες. οι ΙΧ Ευρωπαϊκοί Αγώνες στίβου μεταδόθηκαν από την ελληνική τηλεόραση στις άλλες χώρες από την Αθήνα με τη βοήθεια του Office de Radiffusion Television Franchaise, της γαλλικής δημόσιας τηλεόρασης. Κανονικά βραδινά προγράμματα άρχισαν, πρώτα από το κανάλι του «Ενόπλων» τον Νοέμβριο του 1968, ενώ τα κανονικά βραδινά προγράμματα του ΕΙΡ άρχισαν τον Απρίλιο του 1969. Το 1970 ένας καινούργιος επίγειος δορυφορικός σταθμός στις Θερμοπύλες, έφερε τελικά την Ελλάδα πιο κοντά στον υπόλοιπο κόσμο.

Η δημιουργία εθνικού τηλεοπτικού συστήματος που να καλύπτει όλη τη χώρα άρχισε στην Ελλάδα το 1971, όταν το Ευρωπαϊκό παράρτημα της Northrop Corporation ανέλαβε την εγκατάσταση ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού δικτύου κόστους 12,5 εκατομμυρίων δολλαρίων που όχι μόνο συνέδεσε όλη τη χώρα για πρώτη φορά, αλλά έδωσε επίσης στην Ελλάδα την ευκαιρία να εκπέμπει ραδιοφωνικά σήματα και έξω από τη χώρα. Αυτό το δίκτυο περιελάμβανε 17 αναμεταδότες οι οποίοι εξυπηρετούσαν την τηλεόραση και δυο ραδιοφωνικά προγράμματα στα FM, το ένα στέρεο.
(«Νέο ραδιοφωνικό τηλεοπτικό δίκτυο», 1971).

Το 1968 η στρατιωτική χούντα δημιούργησε την Υπηρεσία Ενημερώσεως Ενόπλων Δυνάμεων (ΥΕΝΕΔ) που αντικατέστησε το «Ενόπλων», με στόχο να προσφέρει «εθνική ηθική και κοινωνική διαπαιδαγώγηση» στις ένοπλες δυνάμεις και στο κοινό. Το 1970 ο νόμος 745/1970 αντικατέστησε το ΕΙΡ με το Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΙΡΤ). Η χούντα συνέχισε να ελέγχει την ελληνική ραδιοτηλεόραση «καπελώνοντας» το πενταμελές ΔΣ του ΕΙΡΤ με στρατηγούς.
(McDonald, 1983, σελ. 172).
Η χούντα είχε σαν τελικό στόχο της να «αναμορφώσει» τον ελληνικό λαό, και προς τούτο έλεγχε όλα τα ελληνικά μαζικά μέσα, περιλαμβανομένων και ελάχιστων ιδιωτικών ραδιοφωνικών σταθμών που λειτουργούσαν. Οι περισσότερες εκπομπές τότε ήσαν είτε προπαγάνδα είτε δημοφιλή εμπορικά προγράμματα. Υπήρχε ακόμη πολιτιστική λογοκρισία, που εν μέρει είχε αρχίσει πριν το 1967, και συνεχίστηκε μετριασμένη μέχρι το 1981. Η μετάδοση μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη από το ραδιόφωνο απαγορευόταν μέχρι την πτώση της στρατιωτικής χούντας το 1974.


Σε αυτή την περίοδο η ΥΕΝΕΔ ήταν ο πιο δημοφιλής και κερδοφόρος τηλεοπτικός σταθμός, και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1973. Η τηλεόραση του ΕΙΡΤ είχε πάντα ελλειματικό προϋπολογισμό και παρουσίαζε κυρίως πιο ενημερωτικά προγράμματα σε σχέση με την ΥΕΝΕΔ. Από το 1968 τα περισσότερα έσοδα του ΕΙΡΤ προέρχονταν από την ειδική εισφορά που καθιερώθηκε και πληρωνόταν από το κοινό με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ.
(Δουλκέρη και Δημητράς, 1986, σελ. 139).΄

(Η συνέχεια στο επόμενο άρθρο)

Σημειώσεις:
Θ. Ζαχαρόπουλου - Μ. Παράσχου: Mass Media in Greece
Δημήτρης Ψυχογιός : Μέσα Επικοινωνίας
Γιώργος Κολοβάτσιος