Εξηντα πέντε ετών σήμερα, ο Isaac Hayes “κουβαλάει” πίσω του μία τεράστια καριέρα 40 και πλέον χρόνων, κατά τη διάρκεια των οποίων συνεργάστηκε με ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της soul μουσικής, όπως οι Otis Redding, Johnnie Taylor, Bar Kays, Booker T. Jones (Booker T. and the MGs), Sam & Dave, Millie Jackson, Dionne Warwick και πολλοί άλλοι.
Υπήρξε ο πρώτος Αφρο-Αμερικάνος συνθέτης που κέρδισε βραβείο Oscar, για το μουσικό θέμα της ταινίας Shaft, το 1971, ενώ θεωρείται ένας από τους βασικότερους συντελεστές της περίφημης δισκογραφικής εταιρείας Stax Records.
Μέχρι σήμερα, έχει 7 Νο. 1 R & B albums (με το κλασσικό “Hot Buttered Soul” να ξεχωρίζει), έχει συμμετάσχει σε δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, ενώ τα τραγούδια του έχουν διασκευαστεί ή χρησιμοποιηθεί σαν samples από αμέτρητους σύγχρονους καλλιτέχνες, όπως οι Massive Attack, Portishead, Tricky, TLC, TuPac Shakur, Eric B. And Rakim, Big Daddy Kane, Dr. Dre, Snoop Dog, Destiny’s Child, Ice Cube, Notorious B.I.G., Mase, DJ Quik, Yo To και άλλοι. Άλλωστε, αποτελεί μία από τις βασικότερες επιρροές της rap / hip hop σκηνής, αφού τόσο ο μονόλογος του Theme From “Shaft”, όσο και το περίφημο “Ike’s Rap” που ηχογραφήθηκε το 1970 (!!) – μια δεκαετία πριν από το, θεωρούμενο ως απαρχή του συγκεκριμένου μουσικού ρεύματος, “Rappers Delight” των Sugarhill Gang – είναι τα κομμάτια που στην ουσία έβαλαν τις βάσεις πάνω στις οποίες δούλεψαν αμέτρητοι μεταγενέστεροι μαύροι – και όχι μόνο – μουσικοί.
Το 2002 έγινε μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame, ενώ τρία χρόνια αργότερα εισήχθη και στο Songwriters Hall Of Fame, μαζί με τους Robert B. Sherman, Richard M. Sherman, Bill Withers, John Fogerty, Steve Cropper και David Porter, γεγονός φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που έχει συνθέσει τόσο σπουδαία και διαχρονικά κομμάτια, όπως το “Theme From Shaft”, το “Soul Man” και το “Hold On, I’m Coming”, μεταξύ άλλων.
Για την ανθρωπιστική του εκστρατεία, η οποία κρατάει χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσω του Isaac Hayes Foundation, τιμήθηκε από τη βασιλική οικογένεια της Γκάνα και φέρει πλέον και ο ίδιος – έστω και τυπικά – τη βασιλική ιδιότητα, κάτω από το όνομα Nene Katey Ocansey I.
Ο Isaac Hayes έχει κερδίσει τη θέση του ως μία από τις επιδραστικότερες –και παραγωγικότερες– προσωπικότητες της Αφρο–Αμερικανικής κουλτούρας, εδώ και πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα. Σπάνιος μουσικός και συνθέτης, συγγραφέας, ηθοποιός (χαρακτηριστικότατος ο ρόλος του ως “The Duke” στην περίφημη ταινία του John Carpenter «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη»), επιτυχημένος επιχειρη-ματίας και εξαιρετικός... μάγειρας (άλλωστε, δά-νειζε και τη φωνή του στον, διάσημο πλέον, χαρακτήρα του Chef από τη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων South Park, για εννέα περίπου χρόνια, πριν αποχωρήσει φέτος για λόγους δεοντολογίας), αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες παρουσίες του φετινού συναυλιακού χρόνου, ιδίως από τη στιγμή που είναι ελάχιστες οι φορές που μας επισκέπτονται τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες της soul μουσικής.
SOULSVILLE: Τα νεανικά χρόνια του Isaac Hayes
Ο Isaac Hayes γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1942, στο Covington του Tennessee, μία περιοχή που βρίσκεται γύρω στα 50 χιλιόμετρα νότια του Memphis.
Ορφάνεψε σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει, μαζί με την αδελφή του Willete, υπό την επίβλεψη και φροντίδα των γονέων της μητέρας του, Willie και Rushia Addie-Mae Wade, οι οποίοι εμφύσησαν στον Hayes την αγάπη τους για τις απλές απολαύσεις της αγροτικής ζωής. “Καλλιεργούσαμε μόνοι μας την τροφή μας, είχαμε καλαμπόκι και μελάσσα, ενώ ένας σάκος αλεύρι μπορούσε να μας κρατήσει για αρκετούς μήνες. Πέρα από το ότι εκτρέφαμε και λίγα ζώα, ο παππούς μου συχνά πήγαινε για κυνήγι κι επέστρεφε με μερικούς λαγούς, οπότε είμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι με αυτά που είχαμε. Όταν όμως μεταφερθήκαμε στο Memphis βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία.”
Δυστυχώς όμως, μετά τον πρόωρο χαμό των γονιών του, η ζωή έμελλε να δείξει ξανά το σκληρό της πρόσωπο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, η υγεία του παππού του άρχισε να χειροτερεύει ραγδαία. Από ένα σημείο και μετά έμεινε κατάκοιτος, για να πεθάνει τελικά όταν ο Isaac είχε φτάσει στην ηλικία των 11 ετών. «Τότε ήταν που αντιμετωπίσαμε πραγματικά δύσκολες στιγμές σαν οικογένεια», θυμάται ο ίδιος, «όταν ξεκίνησα να δουλεύω σε βαμβακοφυτείες και να κάνω, στην κυριολεξία, ένα σωρό διαφορετικές δουλειές, έτσι ώστε να τα βγάζουμε πέρα.»
Το 2002 έγινε μέλος του Rock And Roll Hall Of Fame, ενώ τρία χρόνια αργότερα εισήχθη και στο Songwriters Hall Of Fame, μαζί με τους Robert B. Sherman, Richard M. Sherman, Bill Withers, John Fogerty, Steve Cropper και David Porter, γεγονός φυσιολογικό για έναν άνθρωπο που έχει συνθέσει τόσο σπουδαία και διαχρονικά κομμάτια, όπως το “Theme From Shaft”, το “Soul Man” και το “Hold On, I’m Coming”, μεταξύ άλλων.
Για την ανθρωπιστική του εκστρατεία, η οποία κρατάει χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσω του Isaac Hayes Foundation, τιμήθηκε από τη βασιλική οικογένεια της Γκάνα και φέρει πλέον και ο ίδιος – έστω και τυπικά – τη βασιλική ιδιότητα, κάτω από το όνομα Nene Katey Ocansey I.
Ο Isaac Hayes έχει κερδίσει τη θέση του ως μία από τις επιδραστικότερες –και παραγωγικότερες– προσωπικότητες της Αφρο–Αμερικανικής κουλτούρας, εδώ και πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα. Σπάνιος μουσικός και συνθέτης, συγγραφέας, ηθοποιός (χαρακτηριστικότατος ο ρόλος του ως “The Duke” στην περίφημη ταινία του John Carpenter «Απόδραση Από Τη Νέα Υόρκη»), επιτυχημένος επιχειρη-ματίας και εξαιρετικός... μάγειρας (άλλωστε, δά-νειζε και τη φωνή του στον, διάσημο πλέον, χαρακτήρα του Chef από τη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων South Park, για εννέα περίπου χρόνια, πριν αποχωρήσει φέτος για λόγους δεοντολογίας), αποτελεί μία από τις σπουδαιότερες παρουσίες του φετινού συναυλιακού χρόνου, ιδίως από τη στιγμή που είναι ελάχιστες οι φορές που μας επισκέπτονται τόσο σημαντικοί καλλιτέχνες της soul μουσικής.
SOULSVILLE: Τα νεανικά χρόνια του Isaac Hayes
Ο Isaac Hayes γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1942, στο Covington του Tennessee, μία περιοχή που βρίσκεται γύρω στα 50 χιλιόμετρα νότια του Memphis.
Ορφάνεψε σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει, μαζί με την αδελφή του Willete, υπό την επίβλεψη και φροντίδα των γονέων της μητέρας του, Willie και Rushia Addie-Mae Wade, οι οποίοι εμφύσησαν στον Hayes την αγάπη τους για τις απλές απολαύσεις της αγροτικής ζωής. “Καλλιεργούσαμε μόνοι μας την τροφή μας, είχαμε καλαμπόκι και μελάσσα, ενώ ένας σάκος αλεύρι μπορούσε να μας κρατήσει για αρκετούς μήνες. Πέρα από το ότι εκτρέφαμε και λίγα ζώα, ο παππούς μου συχνά πήγαινε για κυνήγι κι επέστρεφε με μερικούς λαγούς, οπότε είμασταν απόλυτα ικανοποιημένοι με αυτά που είχαμε. Όταν όμως μεταφερθήκαμε στο Memphis βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρωτόγνωρη εμπειρία.”
Δυστυχώς όμως, μετά τον πρόωρο χαμό των γονιών του, η ζωή έμελλε να δείξει ξανά το σκληρό της πρόσωπο. Μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, η υγεία του παππού του άρχισε να χειροτερεύει ραγδαία. Από ένα σημείο και μετά έμεινε κατάκοιτος, για να πεθάνει τελικά όταν ο Isaac είχε φτάσει στην ηλικία των 11 ετών. «Τότε ήταν που αντιμετωπίσαμε πραγματικά δύσκολες στιγμές σαν οικογένεια», θυμάται ο ίδιος, «όταν ξεκίνησα να δουλεύω σε βαμβακοφυτείες και να κάνω, στην κυριολεξία, ένα σωρό διαφορετικές δουλειές, έτσι ώστε να τα βγάζουμε πέρα.»
Μοιάζει σαν ειρωνεία της τύχης, αλλά η τωρινή επίσημη κατοικία του, στο ανατολικό Memphis, έχει θέα σε αυτά ακριβώς τα λειβάδια όπου οι αφρο-αμερικάνοι καλλιεργούσαν το βαμβάκι –συνήθως για λογαριασμό των γαιοκτημόνων– επί δύο αιώνες. Ο Hayes, βέβαια, δεν έμεινε μόνο σε αυτό, αφού παράλληλα έκανε διάφορα θελήματα για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, γι’ αυτόν και την υπόλοιπη οικογένειά του. Κούρευε το γρασίδι σε κήπους, παρέδιδε τα ψώνια, καθώς και ξύλα για θέρμανση σε διάφορα σπίτια, ενώ στον...ελεύθερο χρόνο του καθάριζε τα παπούτσια των περαστικών στη Beale Street.
Για έναν έφηβο, όμως, η φτώχεια είναι πολύ σκληρή, ιδίως από τη στιγμή που συνδυάζεται με την πρώτη συνειδοτοποίηση που επέρχεται, συνήθως, σε αυτή την ηλικία. Στην περίπτωση του Hayes είχε ένα αποτέλεσμα που έμελλε να τον σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του. Αισθανόμενος μειονεκτικά απέναντι στους συνομηλίκους του, λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασής του, και πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να προσελκύσει τα κορίτσια επειδή δεν είναι καλοντυμένος, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Manassas High School, όπου φοιτούσε. Μετά από έξι εβδομάδες, μία αντιπροσωπεία καθηγητών κατέφθασε στο σπίτι του για να πει τα νέα στη γιαγιά του. «Θεέ μου, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί...», θυμάται, «αλλά εκείνοι το μόνο που της είπαν ήταν πως ‘αυτός ο νεαρός έχει πολλά να προσφέρει και δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον χάσουμε.’»
Οι καθηγητές μάζεψαν ορισμένα ρούχα και τα πρόσφεραν στον νεαρό Isaac, ο οποίος αποφάσισε να επιστρέψει στο σχολείο και να πάρει, τελικά, το απολυτήριό του. Αυτή η κίνηση τους χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό και την ψυχή του και αποτελεί το βασικό λόγο που ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο καταβάλοντας προσπάθειες για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και, αντίστοιχα, την εξάπλωση της –βασικής, τουλάχιστον– μόρφωσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στις φτωχές χώρες της Αφρικής. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Πολιτεία του Tennessee αποφάσισε να τον τιμήσει, εκείνος φρόντισε να μεταφέρει το αντίστοιχο βραβείο στο Manassas High School.
Ο Hayes τραγουδούσε στην εκκλησία από την ηλικία των πέντε, αλλά σταμάτησε όταν η φωνή του «έσπασε», στην εφηβεία. Λίγο αργότερα, μετά από προτροπή ενός σχολικού συμβούλου, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων, τραγουδώντας την επιτυχία του Nat King Cole, Looking Back. Όπως λέει ο ίδιος «όταν τελείωσα όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό! Πραγματικά ένιωσα υπέροχα! Μέσα σε μια νύχτα ένα σωρό κορίτσια, ακόμα και μερικά που πήγαιναν μία – δύο τάξεις πιο ψηλά από εμένα, με προσκαλούσαν να βγούμε για φαγητό! Αληθινή μεταστροφή στη μέχρι τότε ‘καριέρα’ μου! Έτσι, άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική στα σοβαρά.»
Αμέσως μετά, έγινε μέλος της σχολικής μπάντας και έμαθε να παίζει σαξόφωνο υπό την καθοδήγηση του Lucian Coleman, αδελφού του hard-bopper George Coleman. Παράλληλα, ο Hayes καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα παρακλάδια της μαύρης μουσικής, αφού τραγουδούσε gospel με τους Morning Stars, doo-wop με τους Sir Isaac and the Doo-Dads, τους Teen Tones και τους Ambassadors, ενώ έπαιζε και λίγη jazz με τους Ben Branch Band στο Club Tropicana, στο βόρειο Memphis. Αργότερα έπαιζε σαξόφωνο και τραγουδούσε blues στους Calvin Valentine and the Swing Cats, διασκέδαζε τους μαθητές μαζί με τους Missiles σε parties αποφοίτησης και, παράλληλα, έκανε εντατικά μαθήματα πιάνου.
Τα χρόνια της Stax
Ο Hayes αποφοίτησε τελικά σε ηλικία 21 ετών από το Manassas, το 1962. Ήταν η χρονιά αμέσως μετά από τις πρώτες του κυκλοφορίες της νέας δισκογραφικής εταιρείας με το όνομα Stax Records, μέρος της Satellite Records και του Satellite Record Store, το οποίο άνοιξε το 1958 και στεγαζόταν στο παλιό Capitol Theatre. O Hayes κέρδισε πολλές υποτροφίες από κολέγια, χάρη στο εξαιρετικό μουσικό ταλέντο του, αλλά επέλεξε να μην πάει σε κανένα από αυτά. Αντ’ αυτού, εντρύφησε αρκετά στις γνώσεις του στο πιάνο έτσι ώστε να βρει δουλειά με το βαρύτονο σαξοφωνίστα Floyd Newman στο Plantation Inn στο δυτικό Αρκάνσας. Ο Newman συνεργάστηκε –και αυτός– με την Stax Records στα τέλη του 1963: το “Frog Stomp” ήταν το μόνο solo single που ηχογράφησε ποτέ, στο οποίο συμμετείχε ο Hayes στη σύνθεση και στο πιάνο.
«Εκείνη την περίοδο που ήμουν εκεί», θυμάται ο Hayes, «ο Jim Stewart, ιδιοκτήτης της Stax, με κοίταξε και είπε, ‘Κοίτα, ο Booker T , από τους Booker T & the MG’s πήγε στην Ιντιάνα και χρειάζομαι κάποιον που να παίζει πλήκτρα. Τη θες τη δουλειά;’ Ναι!, είπα.» Οι πρώτες ηχογραφήσεις του, επί πληρωμή, ήταν με τον Otis Redding στις αρχές του 1964 και ο Hayes έγινε σύντομα μία πανταχού παρουσία στη Stax. Λίγο αργότερα, ο τραγουδιστής και στιχουργός David Porter πρότεινε στον Hayes να συνεργαστούν σα συνθέτες. Μετά από μερικές δειλές προσπάθειες για τον Porter (“Can’t See You When I Want To”) και την Carla Thomas (“How Do You Quit [Someone You Love]”, τα πάντα άρχισαν να προσλαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις.
Ως συνθέτες, ενορχηστρωτές και παραγωγοί, το δίδυμο Hayes-Porter έγινε το πολυτιμότερο αγαθό της Stax αρχίζοντας το 1966-67. Τα hits των Sam & Dave “You Don’t Know Like I Know”, “Hold On! I’m Comin’”, “Said I Wasn’t Gonna Tell Nobody” και “Soul Man”, το περίφημο R&B κομμάτι που κέρδισε βραβείο Grammy και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές μέχρι σήμερα, ήταν ανάμεσα στις 200 συνθέσεις των Porter-Hayes που έγιναν επιτυχίες. Για την Carla Thomas ήταν τα “Let Me Be Good To You” και “B-A-B-Y”, ενώ για το Johnnie Taylor ήταν το “I Had A Dream”.
Το ντεμπούτο σόλο του Hayes “Presenting Isaac Hayes”, ηχογραφήθηκε ως τρίο (με το μπασίστα των MG’s Duck Dunn και το ντράμερ Al Jackson) τις πρώτες πρωινές ώρες μετά από ένα ολονύχτιο πάρτυ της Stax. Το προσωπικό, αισθησιακό, με άρωμα τζαζ, τζαμάρισμα δεν κατάφερε να μπει στα charts, αλλά έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς μελλοντικούς δίσκους.
Η δουλειά του Hayes με τους Sam & Dave, Otis Redding, Booker T & the MG’s, Mar-Keys, Rufus & Carla Thomas και, γενικότερα, όλο το δυναμικό της Stax, έγινε ο ήχος γνωστός ως “Memphis Sound”. Άλλαξε τελείως την pop μουσική και επηρέασε τους πάντες, από τον Elvis Presley και το Ray Charles, μέχρι τους Beatles και τους Rolling Stones.
Στις 4 Απρίλη του 1968, ενώ η Stax οριστικοποιούσε την πώλησή της στην εταιρία Gulf & Western, ο Dr. Martin Luther King Jr. δολοφονήθηκε στο ξενοδοχείο Lorraine στο κέντρο του Μέμφις. Ο Hayes, ο οποίος υποστήριζε τον King στην μάχη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν προγραμματισμένο να τον συναντήσει εκείνη τη μέρα. «Με επηρέασε πάρα πολύ», είπε ο Hayes. «Για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν μπορούσα να δημιουργήσω. Είχα τόση πικρία και θυμό. Σκέφτηκα, τι μπορώ να κάνω; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γι’ αυτό θα γίνω επιτυχημένος και θα αποκτήσω δύναμη, ώστε να μπορώ να έχω μια φωνή που θα ακουστεί και θα κάνει τη διαφορά. Έτσι γύρισα στη δουλειά και ξανάρχισα να γράφω.”
Τα Χρόνια Της Enterprise Και Το Oscar Για Το “Shaft”
Ο Isaac Hayes ξαναβγήκε στην επιφάνεια το καλοκαίρι του 1969 με το album - ορόσημο “Hot Buttered Soul” και η καριέρα του Hayes δε θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Το LP ήταν μια συλλογή από τέσσερα οργιώδη, αισθησιακά κομμάτια, από την 12-λεπτη εκτέλεση του “Walk On By”, που άνοιγε το album, μέχρι το 18-λεπτο “By The Time I Get To Phoenix”, που το έκλεινε. Και οι δύο μεριές μπήκαν στο TOP 40 των R&B κομματιών. Το LP έμεινε στο Pop chart για 81 εβδομάδες! Ανάγκασε τη μουσική βιομηχανία να υπολογίσει, για πρώτη φορά, τη μουσική Soul ως μορφή τέχνης αποτυπωμένη σε άλμπουμ. Μία νέα εποχή Αφρο-κεντρισμού και Μαύρης Δύναμης ανέτειλε, και το να αφιερωθεί ολόκληρο το εξώφυλλο του δίσκου στο ξυρισμένο κεφάλι του Hayes ήταν μία δήλωση επανάστασης.
Το “Hot Buttered Soul“ κυκλοφόρησε κάτω από την ετικέτα της Enterprise (ναι, από το διαστημόπλοιο στο Star Trek), θυγατρικής της Stax, όπου ο Ηayes θα ηχογραφούσε για τα επόμενα πέντε χρόνια και θα έφερνε επτά Νο 1 albums! Στις αρχές των 70’s δεν υπήρχε εβδομάδα που δύο ή ακόμη και τρία albums του δεν ήταν στα charts.
Το 1970 βγήκαν στην αγορά δύο ακόμα δουλειές του, μέσα από τις οποίες επανακυκλοφόρησαν παλιότερα κομμάτια του σε μικρότερες εκτελέσεις: το “The Isaac Hayes Movement” (7 εβδομάδες Νο 1 με το “I Stand Accused”) και το “…To Be Continued” ( 11 εβδομάδες Νο 1, με την πρώτη έκδοση του “Ike’s Rap”.
Για έναν έφηβο, όμως, η φτώχεια είναι πολύ σκληρή, ιδίως από τη στιγμή που συνδυάζεται με την πρώτη συνειδοτοποίηση που επέρχεται, συνήθως, σε αυτή την ηλικία. Στην περίπτωση του Hayes είχε ένα αποτέλεσμα που έμελλε να τον σημαδέψει για την υπόλοιπη ζωή του. Αισθανόμενος μειονεκτικά απέναντι στους συνομηλίκους του, λόγω της τραγικής οικονομικής κατάστασής του, και πιστεύοντας ότι δεν μπορεί να προσελκύσει τα κορίτσια επειδή δεν είναι καλοντυμένος, αποφάσισε να εγκαταλείψει το Manassas High School, όπου φοιτούσε. Μετά από έξι εβδομάδες, μία αντιπροσωπεία καθηγητών κατέφθασε στο σπίτι του για να πει τα νέα στη γιαγιά του. «Θεέ μου, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί...», θυμάται, «αλλά εκείνοι το μόνο που της είπαν ήταν πως ‘αυτός ο νεαρός έχει πολλά να προσφέρει και δεν έχουμε τη δυνατότητα να τον χάσουμε.’»
Οι καθηγητές μάζεψαν ορισμένα ρούχα και τα πρόσφεραν στον νεαρό Isaac, ο οποίος αποφάσισε να επιστρέψει στο σχολείο και να πάρει, τελικά, το απολυτήριό του. Αυτή η κίνηση τους χαράχτηκε ανεξίτηλα στο μυαλό και την ψυχή του και αποτελεί το βασικό λόγο που ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης έχει αφιερώσει πάρα πολύ χρόνο καταβάλοντας προσπάθειες για την εξάλειψη του αναλφαβητισμού και, αντίστοιχα, την εξάπλωση της –βασικής, τουλάχιστον– μόρφωσης σε όλα τα κοινωνικά στρώματα του πληθυσμού, τόσο στις Η.Π.Α., όσο και στις φτωχές χώρες της Αφρικής. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Πολιτεία του Tennessee αποφάσισε να τον τιμήσει, εκείνος φρόντισε να μεταφέρει το αντίστοιχο βραβείο στο Manassas High School.
Ο Hayes τραγουδούσε στην εκκλησία από την ηλικία των πέντε, αλλά σταμάτησε όταν η φωνή του «έσπασε», στην εφηβεία. Λίγο αργότερα, μετά από προτροπή ενός σχολικού συμβούλου, συμμετείχε σε έναν διαγωνισμό ταλέντων, τραγουδώντας την επιτυχία του Nat King Cole, Looking Back. Όπως λέει ο ίδιος «όταν τελείωσα όλοι είχαν σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούσαν με ενθουσιασμό! Πραγματικά ένιωσα υπέροχα! Μέσα σε μια νύχτα ένα σωρό κορίτσια, ακόμα και μερικά που πήγαιναν μία – δύο τάξεις πιο ψηλά από εμένα, με προσκαλούσαν να βγούμε για φαγητό! Αληθινή μεταστροφή στη μέχρι τότε ‘καριέρα’ μου! Έτσι, άρχισα να ασχολούμαι με τη μουσική στα σοβαρά.»
Αμέσως μετά, έγινε μέλος της σχολικής μπάντας και έμαθε να παίζει σαξόφωνο υπό την καθοδήγηση του Lucian Coleman, αδελφού του hard-bopper George Coleman. Παράλληλα, ο Hayes καταπιάστηκε με όλα σχεδόν τα παρακλάδια της μαύρης μουσικής, αφού τραγουδούσε gospel με τους Morning Stars, doo-wop με τους Sir Isaac and the Doo-Dads, τους Teen Tones και τους Ambassadors, ενώ έπαιζε και λίγη jazz με τους Ben Branch Band στο Club Tropicana, στο βόρειο Memphis. Αργότερα έπαιζε σαξόφωνο και τραγουδούσε blues στους Calvin Valentine and the Swing Cats, διασκέδαζε τους μαθητές μαζί με τους Missiles σε parties αποφοίτησης και, παράλληλα, έκανε εντατικά μαθήματα πιάνου.
Τα χρόνια της Stax
Ο Hayes αποφοίτησε τελικά σε ηλικία 21 ετών από το Manassas, το 1962. Ήταν η χρονιά αμέσως μετά από τις πρώτες του κυκλοφορίες της νέας δισκογραφικής εταιρείας με το όνομα Stax Records, μέρος της Satellite Records και του Satellite Record Store, το οποίο άνοιξε το 1958 και στεγαζόταν στο παλιό Capitol Theatre. O Hayes κέρδισε πολλές υποτροφίες από κολέγια, χάρη στο εξαιρετικό μουσικό ταλέντο του, αλλά επέλεξε να μην πάει σε κανένα από αυτά. Αντ’ αυτού, εντρύφησε αρκετά στις γνώσεις του στο πιάνο έτσι ώστε να βρει δουλειά με το βαρύτονο σαξοφωνίστα Floyd Newman στο Plantation Inn στο δυτικό Αρκάνσας. Ο Newman συνεργάστηκε –και αυτός– με την Stax Records στα τέλη του 1963: το “Frog Stomp” ήταν το μόνο solo single που ηχογράφησε ποτέ, στο οποίο συμμετείχε ο Hayes στη σύνθεση και στο πιάνο.
«Εκείνη την περίοδο που ήμουν εκεί», θυμάται ο Hayes, «ο Jim Stewart, ιδιοκτήτης της Stax, με κοίταξε και είπε, ‘Κοίτα, ο Booker T , από τους Booker T & the MG’s πήγε στην Ιντιάνα και χρειάζομαι κάποιον που να παίζει πλήκτρα. Τη θες τη δουλειά;’ Ναι!, είπα.» Οι πρώτες ηχογραφήσεις του, επί πληρωμή, ήταν με τον Otis Redding στις αρχές του 1964 και ο Hayes έγινε σύντομα μία πανταχού παρουσία στη Stax. Λίγο αργότερα, ο τραγουδιστής και στιχουργός David Porter πρότεινε στον Hayes να συνεργαστούν σα συνθέτες. Μετά από μερικές δειλές προσπάθειες για τον Porter (“Can’t See You When I Want To”) και την Carla Thomas (“How Do You Quit [Someone You Love]”, τα πάντα άρχισαν να προσλαμβάνουν μεγάλες διαστάσεις.
Ως συνθέτες, ενορχηστρωτές και παραγωγοί, το δίδυμο Hayes-Porter έγινε το πολυτιμότερο αγαθό της Stax αρχίζοντας το 1966-67. Τα hits των Sam & Dave “You Don’t Know Like I Know”, “Hold On! I’m Comin’”, “Said I Wasn’t Gonna Tell Nobody” και “Soul Man”, το περίφημο R&B κομμάτι που κέρδισε βραβείο Grammy και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές μέχρι σήμερα, ήταν ανάμεσα στις 200 συνθέσεις των Porter-Hayes που έγιναν επιτυχίες. Για την Carla Thomas ήταν τα “Let Me Be Good To You” και “B-A-B-Y”, ενώ για το Johnnie Taylor ήταν το “I Had A Dream”.
Το ντεμπούτο σόλο του Hayes “Presenting Isaac Hayes”, ηχογραφήθηκε ως τρίο (με το μπασίστα των MG’s Duck Dunn και το ντράμερ Al Jackson) τις πρώτες πρωινές ώρες μετά από ένα ολονύχτιο πάρτυ της Stax. Το προσωπικό, αισθησιακό, με άρωμα τζαζ, τζαμάρισμα δεν κατάφερε να μπει στα charts, αλλά έγινε σημείο αναφοράς για πολλούς μελλοντικούς δίσκους.
Η δουλειά του Hayes με τους Sam & Dave, Otis Redding, Booker T & the MG’s, Mar-Keys, Rufus & Carla Thomas και, γενικότερα, όλο το δυναμικό της Stax, έγινε ο ήχος γνωστός ως “Memphis Sound”. Άλλαξε τελείως την pop μουσική και επηρέασε τους πάντες, από τον Elvis Presley και το Ray Charles, μέχρι τους Beatles και τους Rolling Stones.
Στις 4 Απρίλη του 1968, ενώ η Stax οριστικοποιούσε την πώλησή της στην εταιρία Gulf & Western, ο Dr. Martin Luther King Jr. δολοφονήθηκε στο ξενοδοχείο Lorraine στο κέντρο του Μέμφις. Ο Hayes, ο οποίος υποστήριζε τον King στην μάχη του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ήταν προγραμματισμένο να τον συναντήσει εκείνη τη μέρα. «Με επηρέασε πάρα πολύ», είπε ο Hayes. «Για έναν ολόκληρο χρόνο, δεν μπορούσα να δημιουργήσω. Είχα τόση πικρία και θυμό. Σκέφτηκα, τι μπορώ να κάνω; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γι’ αυτό θα γίνω επιτυχημένος και θα αποκτήσω δύναμη, ώστε να μπορώ να έχω μια φωνή που θα ακουστεί και θα κάνει τη διαφορά. Έτσι γύρισα στη δουλειά και ξανάρχισα να γράφω.”
Τα Χρόνια Της Enterprise Και Το Oscar Για Το “Shaft”
Ο Isaac Hayes ξαναβγήκε στην επιφάνεια το καλοκαίρι του 1969 με το album - ορόσημο “Hot Buttered Soul” και η καριέρα του Hayes δε θα ήταν ποτέ πια η ίδια. Το LP ήταν μια συλλογή από τέσσερα οργιώδη, αισθησιακά κομμάτια, από την 12-λεπτη εκτέλεση του “Walk On By”, που άνοιγε το album, μέχρι το 18-λεπτο “By The Time I Get To Phoenix”, που το έκλεινε. Και οι δύο μεριές μπήκαν στο TOP 40 των R&B κομματιών. Το LP έμεινε στο Pop chart για 81 εβδομάδες! Ανάγκασε τη μουσική βιομηχανία να υπολογίσει, για πρώτη φορά, τη μουσική Soul ως μορφή τέχνης αποτυπωμένη σε άλμπουμ. Μία νέα εποχή Αφρο-κεντρισμού και Μαύρης Δύναμης ανέτειλε, και το να αφιερωθεί ολόκληρο το εξώφυλλο του δίσκου στο ξυρισμένο κεφάλι του Hayes ήταν μία δήλωση επανάστασης.
Το “Hot Buttered Soul“ κυκλοφόρησε κάτω από την ετικέτα της Enterprise (ναι, από το διαστημόπλοιο στο Star Trek), θυγατρικής της Stax, όπου ο Ηayes θα ηχογραφούσε για τα επόμενα πέντε χρόνια και θα έφερνε επτά Νο 1 albums! Στις αρχές των 70’s δεν υπήρχε εβδομάδα που δύο ή ακόμη και τρία albums του δεν ήταν στα charts.
Το 1970 βγήκαν στην αγορά δύο ακόμα δουλειές του, μέσα από τις οποίες επανακυκλοφόρησαν παλιότερα κομμάτια του σε μικρότερες εκτελέσεις: το “The Isaac Hayes Movement” (7 εβδομάδες Νο 1 με το “I Stand Accused”) και το “…To Be Continued” ( 11 εβδομάδες Νο 1, με την πρώτη έκδοση του “Ike’s Rap”.
Η άφιξη της ταινίας “Shaft“ το καλοκαίρι του 1971 με διπλό LP soundtrack και το ομώνυμο τραγούδι τίτλων ήταν καθοριστικό σημείο για την καριέρα του. To τρίο που αποτέλεσαν ο Isaac Hayes, ο πρωταγωνιστής της ταινίας Richard Roundtree και ο σκηνοθέτης Gordon Parks έδωσε σάρκα και οστά σε μία νέα εποχή «Μαύρης ενδυνάμωσης». Το “Shaft“ ήταν το πρώτο album στην ιστορία από solo μαύρο καλλιτέχνη που έφτασε Νο 1 - και στο Pop και στο R&B chart - για 14 εβδομάδες. Την επόμενη χρονιά, ο Hayes έγινε ο πρώτος αφροαμερικάνος συνθέτης που κέρδισε βραβείο Oscar για την καλύτερη μουσική σε ταινία. Στις επόμενες δεκαετίες συνέχισε να γράφει μουσική για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Το 1971 και ενώ το “Shaft” ακόμη μεσουρανούσε, ο Hayes κυκλοφόρησε ένα καινούριο διπλό LP, με τον τίτλο Black Moses (No 1 για 7 εβδομάδες, το οποίο περιείχε και το διάσημο “Never Can Say Goodbye”), ένα προσωνύμιο που θα τον ακολουθούσε για πολλά χρόνια αργότερα.
Αργότερα την ίδια χρονιά ήρθε το άλμπουμ “Joy“. Εκτός από το ομότιτλο κομμάτι, μία crossover R&B και pop επιτυχία, περιείχε και το “I Love You That’s All”, το οποίο στο μέλλον σάμπλαραν πολλοί, από τις TLC και τους Massive Attack μέχρι τους Eric B. & Rakim και Big Daddy Kane. Στην τελευταία δεκαετία, η μουσική του Hayes έχει σαμπλαριστεί – επισήμως – 200 φορές σε ηχογραφήσεις από Dr. Dre, Snoop Dog, Dj Quik, Ice Cube, Destiny’s Child, Tricky, Portishead (στο περίφημο “Glory Box”), TuPac Shakur και Notorious B.I.G.
Μια Νέα Εποχή / Κινηματογράφος Και Τηλεόραση
Το 1974 οι σχέσεις του με τη Stax/Enterprise είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και χαλαρότερες, λόγω επαγγελματικών διαφωνιών. Έτσι, το 1975, ο Hayes ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία μέσω της ABC Records: την HBS (ή Hot Buttered Soul). Με το πρώτο του νέο album, “Chocolate Chip“ (No 1 για 7 εβδομάδες με το ομότιτλο R&B hit), έδειξε ότι μπορεί να προσαρμοστεί στην εποχή της disco, κρατώντας όμως την προσωπική του μουσική ταυτότητα άθικτη.
Ακολούθησαν τρία νέα albums στην HBS το 1976, τα οποία μπήκαν στο Top 20 των R&B charts: “Disco Connection“, “Groove-A-Thon“ και “Juicy Fruit (Disco Freak)”. Η περιοδεία του με τη Dionne Warwick στις αρχές του 1977, αποτυπώθηκε σε βινύλιο στην τελευταία ηχογράφηση της HBS, αφού οι οικονομικές δυσκολίες ήταν πολλές και ανάγκασαν τον Hayes να δηλώσει χρεοκοπία.
Ξαναβγήκε στην επιφάνεια στα τέλη του 1977 με ένα νέο δισκογραφικό συμβόλαιο, αυτή τη φορά στην Polydor, χρησιμοποιώντας ως νέα του βάση την Ατλάντα και με νέο album, το “New Horizon”. Ακολούθησαν δύο ακόμα κυκλοφορίες, τα “For The Sake Of Love” και “Don’t Let Go”.
Έπειτα έφτασε η εποχή όπου ο Hayes άρχισε να παίζει μικρούς ρόλους σε κινηματογραφικές και τηλεοπτικές ταινίες αλλά και σειρές. Το 1981 έπαιξε τον κακό Duke στην ταινία του John Carpenter Escape From New York, ενώ το 1985 έπαιξε ρόλους σε σειρές όπως A-Team και Miami Vice, στην τηλεοπτική ταινία Jailbait: Betrayed by Innocence, καθώς και σε δύο ακόμα κινηματογραφικές ταινίες, Counterforce και Dead Aim (1987).
Από τότε, δεν πέρασε ούτε χρόνος που να μην έπαιξε έναν και δύο ρόλους σε ταινίες. Ανάμεσα στις 36 που έχει κάνει, από το 1990 μέχρι σήμερα, είναι οι:
Fire, Ice & Dynamite (με τον Roger Moore), Guilty As Charged (με τον Rod Steiger), Final Judgement (με τον Brad Dourif, 1992), Posse (με τον Mario Von Peebles, 1993), Ρομπέν των Δασών: Οι Ήρωες με τα Κολάν του Mel Brooks (1993), It Could Happen To You (με τον Nicolas Cage, 1994), Once Upon A Time… When We Were Colored (με τον Richard Roundtree, 1995), Flipper (με τον Paul Hogan, 1996), Six Ways To Sunday (με τη Debbie Harry, 1997), Ninth Street (με τον Martin Sheen, 1999, για την οποία έγραψε και το soundtrack), Reindeer Games (με τον Ben Affleck, 2000), Shaft (re-make με τον Samuel L. Jackson, 2000), A Man Called Rage (με τον Lance Henriksen, 2002) και την ολοκαίνουρια τηλεταινία Book Of Days (με τον Will Wheaton).
Την ίδια στιγμή, κρατούσε διάφορους ρόλους, μικρούς αλλά και μεγαλύτερους, σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές όπως οι “Tales From The Crypt”, “The Fresh Prince Of Bel-Air”, “Sliders”, “The Hughleys”, “The Education Of Max Bickford”, “Fastplane”, και πιο πρόσφατα στη σειρά “Girlfriends” με την Tracee Ellis Ross.
Από μουσικής πλευράς, ο Hayes είχε γυρίσει στο προσκήνιο στα τέλη του 1986 με νέο συμβόλαιο στην Columbia και νέο album, το “U-Turn“, με single μία νέα έκδοση του “Ike’s Rap”. Το τραγούδι είχε τόσο έντονο μήνυμα ενάντια στο κρακ, που ο στίχος “Don’t Be A Resident Of Crack City” (Μην είσαι κάτοικος της πόλης του κρακ), έγινε σλόγκαν ενός κέντρου αποτοξίνωσης στο Detroit.
Το κάλεσμα Της Αφρικής
Ο ρόλος του Hayes ως ανθρωπιστή έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν ταξίδεψε με τον Barry White στην Ακτή του Ελεφαντοστούν, στην Αφρική, στα τέλη του 1991, για να γυρίσει ένα video clip για το single του White “Dark And Lovely (You Over There)”.
Όταν γύρισε στην Αμερική, ο Hayes βγήκε στο δρόμο και μίλησε σε Αφροαμερι-κάνικες κοινωνικές ομάδες και σε εκθέσεις σε όλη τη χώρα. Ενθάρρυνε όλους όσους γνώριζε να επισκεπτούν την Αφρική, αν μπορούσαν, να μιλήσουν με τους ανθρώπους εκεί ή τουλάχιστον να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Σε μία τελετή που έγινε προς τιμήν του στη Γκάνα, τον Δεκέμβρη του 1992, συμμετείχαν και οι Public Enemy, οι οποίοι έδωσαν εκεί συναυλίες με τoν Hayes.
Ο ρόλος του Hayes ως ανθρωπιστή έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν ταξίδεψε με τον Barry White στην Ακτή του Ελεφαντοστούν, στην Αφρική, στα τέλη του 1991, για να γυρίσει ένα video clip για το single του White “Dark And Lovely (You Over There)”.
Όταν γύρισε στην Αμερική, ο Hayes βγήκε στο δρόμο και μίλησε σε Αφροαμερι-κάνικες κοινωνικές ομάδες και σε εκθέσεις σε όλη τη χώρα. Ενθάρρυνε όλους όσους γνώριζε να επισκεπτούν την Αφρική, αν μπορούσαν, να μιλήσουν με τους ανθρώπους εκεί ή τουλάχιστον να υποστηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Σε μία τελετή που έγινε προς τιμήν του στη Γκάνα, τον Δεκέμβρη του 1992, συμμετείχαν και οι Public Enemy, οι οποίοι έδωσαν εκεί συναυλίες με τoν Hayes.
Παιδεία και Μόρφωση
Ο Hayes έχει δείξει μεγάλη αφοσίωση στην καμπάνια για την εξάπλωση του μηνύματος ότι η παιδεία και η μόρφωση είναι τα κλειδιά για την ελευθερία και την ευημερία στον κόσμο. Το 1993 έγινε επίσημα ο διεθνής εκπρόσωπος για την καμπάνια “Εφαρμοσμένη Εκπαιδευτική Σταυροφορία για την Παγκόσμια Παιδεία”. Πολύ σύντομα μετά από αυτό, ίδρυσε το Ίδρυμα Isaac Hayes (The Isaac Hayes Foundation), του οποίου αποστολή είναι να βοηθήσει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ολοκληρωθούν, μέσα από τη μόρφωση, τη μουσική παιδεία και μέσα από προγράμματα που ενισχύουν την αυτοεκτίμηση του ανθρώπου.
Το 1995, μόλις είχε υπογράψει νέο συμβόλαιο με τη Virgin Records, κυκλοφόρησε δύο νέα CDs: το “Raw And Defined” και το “Branded”.
Το 1998 συμμετείχε στο “Blues Brothers 2000” soundtrack, μαζί με καλλιτέχνες όπως οι B. B. King, Gary US Bonds, Eric Clapton, Bo Diddley, Dr. John, Billy Preston, Lou Rawls, Koko Taylor, Jimmie Vaughan, Steve Winwood, Grover Washington και πολλούς άλλους.
Το Σάββατο 3 Μαρτίου, ο Isaac Hayes και η πολυμελής ορχήστρα του θα βρίσκονται στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου για μια συναυλία που προβλέπεται να μείνει αξέχαστη σε όσους την παρακολουθήσουν.
Εισιτήρια προπωλούνται - προς 45 € (αρένα), 55 € (κερκίδα).
Ο Hayes έχει δείξει μεγάλη αφοσίωση στην καμπάνια για την εξάπλωση του μηνύματος ότι η παιδεία και η μόρφωση είναι τα κλειδιά για την ελευθερία και την ευημερία στον κόσμο. Το 1993 έγινε επίσημα ο διεθνής εκπρόσωπος για την καμπάνια “Εφαρμοσμένη Εκπαιδευτική Σταυροφορία για την Παγκόσμια Παιδεία”. Πολύ σύντομα μετά από αυτό, ίδρυσε το Ίδρυμα Isaac Hayes (The Isaac Hayes Foundation), του οποίου αποστολή είναι να βοηθήσει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να ολοκληρωθούν, μέσα από τη μόρφωση, τη μουσική παιδεία και μέσα από προγράμματα που ενισχύουν την αυτοεκτίμηση του ανθρώπου.
Το 1995, μόλις είχε υπογράψει νέο συμβόλαιο με τη Virgin Records, κυκλοφόρησε δύο νέα CDs: το “Raw And Defined” και το “Branded”.
Το 1998 συμμετείχε στο “Blues Brothers 2000” soundtrack, μαζί με καλλιτέχνες όπως οι B. B. King, Gary US Bonds, Eric Clapton, Bo Diddley, Dr. John, Billy Preston, Lou Rawls, Koko Taylor, Jimmie Vaughan, Steve Winwood, Grover Washington και πολλούς άλλους.
Το Σάββατο 3 Μαρτίου, ο Isaac Hayes και η πολυμελής ορχήστρα του θα βρίσκονται στο Κλειστό Γυμναστήριο Φαλήρου για μια συναυλία που προβλέπεται να μείνει αξέχαστη σε όσους την παρακολουθήσουν.
Εισιτήρια προπωλούνται - προς 45 € (αρένα), 55 € (κερκίδα).