Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Ταξίδι στην Λιβύη (Από τον Τρίτο Δρόμο)

Η δημοσιογραφία παρέχει –εκτός από άγχος – και πολύ δυνατές συγκινήσεις. Ένα πρωί ο διευθυντής του Star Channel, Σταμάτης Μαλέλης και ο Αιμίλιος Λιάτσος, εκδότης της εφημερίδας Παρασκευή και 13, μου ζήτησαν να βοηθήσω την Δήμητρα ΛιάνηΠαπανδρέου σε μια μεγάλη συνέντευξη που είχε κανονίσει. Ρώτησα με ποιόν. Με τον Καντάφι, μου είπαν. Φυσικά δέχτηκα αμέσως. Θα έπρεπε απλώς να φτιάξω τις ερωτήσεις της Παπανδρέου ενώ θα έκανα και μια συνέντευξη με τον Λίβυο ηγέτη για την εφημερίδα. Διαβάστε λοιπόν το οδοιπορικό σε μια πανέμορφη χώρα και τις εντυπώσεις ενός δημοσιογράφου που ως νέος είχε ίνδαλμα τον άνθρωπο που στήριζε τα εθνικο – απελευθερωτικά κινήματα και τώρα, ο ίδιος άνθρωπος, απλώς προσπαθεί να στηρίξει ή να επιβάλει με κάθε «μέσο» την αδιάφορη πολιτική του σε μια πορεία διαφορετική από αυτή του «τρίτου δρόμου».
- Αυτές οι ερωτήσεις απαγορεύονται μου απάντησε. Εξάλλου κανείς δεν το ξέρει, ούτε ο οδηγός. Το γνωρίζει μόνο ο Αρχηγός. Μη μιλάς μέσα στο αυτοκίνητο. Εδώ όλοι και όλα παρακολουθούνται. Μπορεί να χάσω την δουλειά μου στο σχολείο.

Κούνησα το κεφάλι καταφατικά σκεπτόμενος τον φόβο των Λίβυων πολιτών και την καταπίεσή τους από την 35χρονη διακυβέρνηση του κατά τα άλλα σοσιαλιστή, Μοαμάρ Καντάφι.
Λίγες ώρες πριν είχαμε φτάσει στην Λιβυκή πρωτεύουσα για μια συνέντευξη με τον Καντάφι. Μια συνέντευξη που δεν θα γινόταν χωρίς την βοήθεια ενός ανθρώπου που δεν βρίσκεται πια στην ζωή. Του αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου. Η στενή του φιλία με τον Καντάφι, σε δύσκολες εποχές , έπαιξε τον ρόλο της. Ο Αντρέας ήταν μάλιστα εκείνος που μεσολάβησε στην κρίση Λιβύης – Γαλλίας, φέρνοντας κοντά τον Καντάφι και τον Μιτεράν στην περίφημη συνάντηση στην Ελούντα το 1984. Την εποχή μάλιστα που όλοι θεωρούσαν τον Καντάφι, τρομοκράτη. Αυτό μέτρησε 20 χρόνια αργότερα για να πάρουμε την συνέντευξη.

Στην διαδρομή από το αεροδρόμιο για το ξενοδοχείο ήμουν εκνευρισμένος. Μας είχαν πάρει οι άνθρωποι του Λίβυου ηγέτη, τα διαβατήρια. Έτσι ήμασταν αναγκασμένοι να πηγαίνουμε για ρεπορτάζ μόνο με την συνοδεία των αντρών του Καντάφι. Δημοκρατικές διαδικασίες σκέφτηκα και χαμογέλασα όταν ο οδηγός του αυτοκινήτου έβαλε μια κασέτα με τον Άγγλο πόπ τραγουδιστή, Phil Collins, για να μας υπενθυμίσει την καινούργια πορεία της χώρας του προς την Δύση.

Φτάσαμε σε ένα ξενοδοχείο, κρατικό όπως μας πληροφόρησαν, απομεινάρι της εποχής που ο Καντάφι αποψίλωσε την ιδιωτική πρωτοβουλία στην Λιβύη και εγκαθιστώντας τον κρατικό μηχανισμό σε όλες τις μέχρι τότε ιδιωτικές επιχειρήσεις, εξαναγκάζοντας πολλούς επιχειρηματίες να εγκαταλείψουν την χώρα.
Ήταν λίγο μετά την αναίμακτη επανάσταση του 1969, όταν ο Μοαμάρ Καντάφι μαζί με μια ομάδα στρατιωτικών έδιωξε τον βασιλιά Ίντρις. Η μονοκρατορία του Καντάφι τις επόμενες δεκαετίες είναι απολύτως εμφανής από τις εκατοντάδες φωτογραφίες του σε κάθε σημείο της πόλης. Στους δρόμους, στις πλατείες, στα ξενοδοχεία, στα καταστήματα.

Αυτό που δεν γνωρίζαμε όσοι συμμετείχαμε στην δημοσιογραφική αποστολή ήταν η μέρα και η ώρα που θα γινόταν η συνέντευξη. Όταν ρωτούσαμε τους ανθρώπους του Καντάφι μας απαντούσαν ότι ήταν κάτι που το γνώριζε μόνο ο «αρχηγός». Είχαμε τέσσερις ημέρες στην διάθεσή μας κι έτσι αποφασίσαμε να αρχίσουμε το ρεπορτάζ με την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Μας περίμενε όμως μια ακόμη έκπληξη. Η πόλη ήταν άδεια από κόσμο. Η αγορά στην παλιά Μεδίνα ήταν κλειστή, τα καταστήματα είχαν κατεβασμένα τα ρολά. Η εξήγηση απλή: ήταν η εβδομάδα που οι πολίτες συμμετείχαν στα λαϊκά συμβούλια και η παρουσία τους εκεί είναι υποχρεωτική δια νόμου. Τα λαϊκά αυτά συμβούλια ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του 70΄όταν ο Καντάφι μετέτρεψε το πολίτευμα σε «Άμεση Λαϊκή Δημοκρατία», Jamahiriya, όπως την αποκαλεί ο ίδιος και μεταφράζεται ως «εξουσία των μαζών». Οι πολίτες αποφασίζουν μόνοι τους για μια σειρά από ζητήματα. Αν και όπως μας αποκάλυψε κάποιος αξιωματούχος, τελικά αποφασίζει ο ίδιος ο ηγέτης.

Η δεκαετία του 70´ήταν η εποχή που ο Καντάφι μοίραζε σπίτια στο λαό του και τους παρείχε δωρεάν ρεύμα και νερό. Η εποχή που χρηματοδοτούσε εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα, του IRA, των Σαντινίστας των Παλαιστινίων και πολλών άλλων. Ξεκίνησε μάλιστα κι ένα τεράστιο έργο κατασκευής νοσοκομείων, δρόμων και σχολείων. Άρχισε να φτιάχνει το προφίλ του σοσιαλιστή ηγέτη κατά πολλούς, το προφίλ του τρομοκράτη κατ΄άλλους. Εκείνη την περίοδο ο Λίβυος ηγέτης είχε ορκισμένους εχθρούς και φίλους.
Οι κάτοικοι της Λιβύης έχουν αλλάξει 35 χρόνια μετά την επανάσταση, όπως έχει αλλάξει και ο Καντάφι. Φοβούνται να πουν ακόμη και το όνομά του. Οι πολιτικές διώξεις είναι στο καθημερινό πρόγραμμα ενώ κάποιοι μας εκμυστηρεύτηκαν ότι έχουν γίνει και μαζικές δολοφονίες αντιφρονούντων.

Περιέργως οι άνθρωποι της «κυβέρνησης» μας αρνήθηκαν μια επίσκεψη στο μέγαρο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης της Λιβύης. Περνώντας απέξω διαπιστώσαμε ότι φυλάσσεται από άντρες του στρατού. Φυσικά δεν υπάρχουν ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα, ενώ υπάρχει μια και μόνη εφημερίδα, κρατική όπως μπορεί να αντιληφθεί κανείς. Τελικά τι σόι ηγέτης είναι αυτός, αναρωτιόμουν καθημερινά. Σοσιαλιστής ή δικτάτορας; Η απορία μου πίστευα ότι θα λυθεί κατά την διάρκεια της συνάντησης μας. Σίγουρα πρόκειται για έναν από τους τελευταίους σημαντικούς ηγέτες στον κόσμο, τον πλέον αμφιλεγόμενο.

Αυτά όμως που είδαμε στους δρόμους της Τρίπολης μας γέμισαν με μελαγχολία. Οι περισσότεροι κάτοικοι τα βγάζουν πέρα πολύ δύσκολα, τα μεροκάματα είναι μικρά. Να φανταστεί κανείς ότι ένας σερβιτόρος σε καφενείο δουλεύοντας από το πρωϊ μέχρι το βράδυ κερδίζει λιγότερα από 2 ευρώ. Κι αυτό την στιγμή που η Λιβύη μετά το εμπάργκο και την άρση των διεθνών κυρώσεων εξάγει πάνω από 1,5 εκατομμύριο βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, εισπράττοντας ημερησίως δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Με πληθυσμό λίγο πάνω από 5 εκατομμύρια κατοίκους το ποσό αυτό θα έφτανε να ζουν όλοι οι κάτοικοι σαν μεγιστάνες. Αντιθέτως κυριαρχεί η φτώχεια και η ανέχεια.

Από την άλλη γίνεται μια στροφή προς τον δυτικό κόσμο με αποτέλεσμα η οικονομία να απελευθερώνεται σιγά-σιγά από τον κρατικό έλεγχο. Τα τελευταία χρόνια γίνονται μάλιστα μεγάλες επενδύσεις από ξένους επιχειρηματίες, ενώ οι επισκέψεις ηγετών από την δύση – υπουργών και πρωθυπουργών – γίνονται πλέον σε καθημερινή βάση. Τα πέτρινα χρόνια του εμπάργκο, όταν τα τρόφιμα και τα φάρμακα δίνονταν με το δελτίο, φαίνεται να πέρασαν. Η στροφή του Καντάφι ξένισε πολλούς, ευχαρίστησε όμως Αμερικάνους και Ευρωπαίους που από τρομοκράτη τον ανακήρυξαν ήρωα. Τα λεφτά των πετρελαίων μπορούν να σβήσουν από την μνήμη τους τις τρομοκρατικές ενέργειες σε αεροσκάφη, στο Λόκερμπι της Σκωτίας το 1988 και στον Νίγηρα το 1989 όπου έχασαν την ζωή τους εκατοντάδες Αμερικανοί και Ευρωπαίοι. Πως θα ξεχάσουν όμως οι Λίβυοι τους βομβαρδισμούς του 1986 στην Τρίπολη και την Βεγγάζη όπου έχασαν την ζωή τους 130 άνθρωποι; Μάλλον με την βίαιη εισβολή της Δυτικής κουλτούρας στην ζωή τους.

Η κινητή ροζ τηλεφωνία σαρώνει, καθώς ο κρατικός φορέας σταθερής τηλεφωνίας έκλεισε.Οι πολίτες αδυνατούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς. Τα προκλητικά φορέματα δεσπόζουν στις βιτρίνες των μαγαζιών και τα ίντερνετ καφέ έχουν κατακλύσει την πρωτεύουσα. Οι νέοι σερφάρουν σε δυτικότροπες ιστοσελίδες παρακολουθώντας τι γίνεται στην Ευρώπη χωρίς να μπορούν να αγγίξουν ή να έχουν τίποτε από αυτά που βλέπουν.

Αν και η γυναίκα έχει ξεχωριστή θέση στην Λιβυκή κοινωνία, στα πανεπιστήμια και στον στρατό, κρατά ακόμη τις μουσουλμανικές παραδόσεις. Το αλκοόλ αν και απαγορεύεται μπορεί να το βρει κανείς στην μαύρη αγορά.
Η διασκέδαση των κατοίκων είναι μόνο τα παραδοσιακά καφενεία. Ειδικά μέσα στην Μεδίνα της Τρίπολης, δίπλα από το παλιό οθωμανικό ρολόι υπάρχει ένα από τα ωραιότερα στέκια για να πιει κανείς αραβικό καφέ με κάρδαμο, τσάι με μέντα αλλά και να καπνίσει ναργιλέ με γεύση μήλου ή δυόσμου. Ένα από τα αγαπημένα τους παιχνίδια με χαρτιά, ονομάζεται «σκούμπα» και είναι ακριβώς το ίδιο με την «δηλωτή» που παίζεται στα ελληνικά καφενεία.

Την Τρίτη ημέρα της παραμονή μας στην Λιβύη, μας ειδοποίησαν, αργά το απόγευμα ότι θα μας δεχθεί ο Καντάφι. Θα έπρεπε να είμαστε έτοιμοι σε είκοσι λεπτά. Μπροστά από τα τέσσερα πολυτελή αυτοκίνητα που μας μετέφεραν υπήρχε ένα περιπολικό που απομάκρυνε όλα τα οχήματα και άνοιγε τον δρόμο. Μέσα σε δέκα λεπτά φτάσαμε στη είσοδο του αρχηγείου. Ένας τεράστιος τοίχος από αδιαπέραστο μπετόν μας εμπόδιζε να δούμε στο εσωτερικό. Κατά μήκος του τοίχου παντού φυλάκια. Μετά από συνεννοήσεις με τους στρατιώτες της πύλης μπήκαμε μέσα. Αριστερά μας ένα απαρχαιωμένο άρμα μάχης και τριγύρω πάνοπλοι στρατιώτες. Σε μια ακτίνα δέκα μέτρων υπήρχε κι άλλος τοίχος με μπετόν. Περάσαμε συνολικά τέσσερις τέτοιους τοίχους από μπετόν ύψους πέντε μέτρων. Φτάσαμε έξω από ένα μοντέρνο κτίριο ενώ μας απαγόρευσαν να φωτογραφίζουμε. Άντρες της ασφάλειας του Καντάφι με ειδικά μηχανήματα άρχισαν να μας ψάχνουν. Άνοιξαν ακόμη και τα κραγιόν των γυναικών της αποστολής, έβαλαν σε λειτουργία το δημοσιογραφικό μαγνητόφωνο και τις κάμερες, άνοιξαν τις φωτογραφικές μηχανές, τα σφραγισμένα φιλμ και τις κασέτες. Πρωτοφανής έλεγχος σε ρούχα ακόμη και στα παπούτσια.

Μπήκαμε επιτέλους σε ένα σαλόνι και περιμέναμε. Ξαφνικά μας ζήτησαν να μπούμε ξανά στα αυτοκίνητα και κάνοντας μια διαδρομή δυο λεπτών φτάσαμε μπροστά από δυο σκηνές. Στην μια μας περίμενε ο Λίβυος ηγέτης. Ήταν άθλια μακιγιαρισμένος. Δεν μπορούσες να μην το προσέξεις. Αφού μας χαιρέτησε έναν – έναν και μιλήσαμε για λίγο, οι άνθρωποι του μας ζήτησαν να αποχωρήσουμε. Μας είπαν ότι ήθελε μόνο να μας γνωρίσει και πως η συνέντευξη θα γινόταν την επόμενη και τελευταία μέρα της παραμονής μας στην χώρα.
Την επόμενη το μεσημέρι ο Καντάφι μας δέχτηκε στην ίδια τέντα. Μέσα, τρία καλοριφέρ ρεύματος και δυο κλιματιστικά. Μια ανυπόφορη μυρωδιά δυσκόλευε την αναπνοή. Καθόμασταν όλοι σε πλαστικές καρέκλες. Αυτή του Καντάφι καθαρίστηκε με σφραγισμένα χαρτομάντιλα και ένα ειδικό υγρό. Η συνέντευξη άρχισε. Μας είπε σημαντικά πράγματα, όπως ότι « κάποτε είχε ένα ρόλο για τα εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα. Τώρα ο ρόλος του είναι η απελευθέρωση των Λιβύων». Μίλησε με θαυμασμό για τον Αντρέα Παπανδρέου ενώ μας προξένησε εντύπωση η άποψή του για τον Μπίν Λάντεν, κυρίως μετά την φίλο-αμερικάνικη στροφή του: « Οι αμερικανοί τον δημιούργησαν» είπε, « αυτοί έφτιαξαν στρατόπεδα μαζί με τους Πακιστανούς και τους Σαουδάραβες, όπου εκπαιδεύονταν μαχητές της Άλ Κάιντα».

Κατά την διάρκεια της συνάντησής μας έβρεχε συνεχώς. Ο Καντάφι μιλούσε ήρεμα και αργά. Δεν ήξερε τίποτε για την ελληνική πολιτική σκηνή. Έκανε πως δεν θυμόταν τίποτε και για το δικό του παρελθόν. Το έθαψε βαθιά μαζί με τις ιδέες του για μια ριζοσπαστική πολιτική. Άφησε μακριά τον «Τρίτο δρόμο», που έγραφε στο περιβόητο κάποτε «Πράσινο Βιβλίο». Ακολούθησε τον σίγουρο. Αυτόν τον δρόμο που κάποτε πολεμούσε σαν «λυσσασμένο σκυλί», όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον Καντάφι, ο Ρόναλντ Ρήγκαν.