Η αλλαγή έγινε κυριολεκτικά την ύστατη ώρα. Η πτήση από την Αντίς Αμπέμπα ήταν έτοιμη για αναχώρηση, όταν επιστρατεύτηκε κακήν κακώς ο άγνωστος Μπικίλα. Δεν είχε παπούτσια μαζί του, αλλά έτσι κι αλλιώς σκόπευε να τρέξει ξυπόλητος...
Ο Μπικίλα ήταν γιος βοσκού, γεννημένος σ' ένα χωριό ονόματι Τζάτο στις 7 Μαρτίου 1932 - τη μέρα του ολυμπιακού μαραθωνίου του Λος Αντζελες. Παιδί πάμφτωχης οικογένειας, αποφάσισε μικρός να καταταγεί στον αυτοκρατορικό στρατό της Αιθιοπίας, για να στηρίξει οικονομικά τους δικούς του. Δεν είχε καν χρήματα για να πάρει το λεωφορείο. Ταξίδεψε για πρώτη φορά στην πρωτεύουσα με τα πόδια. Αλλά αυτή η πρωτοβουλία άλλαξε τη μοίρα του. Οταν τον είδε να τρέχει ένας Φινλανδός προπονητής ονόματι Ονι Νισκάνεν, στρατολογημένος από την αιθιοπική κυβέρνηση για να προπονεί αθλητές, τον ενέταξε γρήγορα στο γκρουπ των εκλεκτών.Πριν από τη Ρώμη, ο Μπικίλα είχε τρέξει μόνο 2 μαραθωνίους. Συνήθιζε να προπονείται με γυμνά πέλματα, οπότε δεν δίστασε να πάρει τη μεγάλη απόφαση όταν είδε ότι υπήρχε πρόβλημα με τα παπούτσια που έδωσε στην αιθιοπική αποστολή η Adidas. Το μοναδικό ζευγάρι που περίσσευε του έπεφτε μεγάλο: «Κανένα πρόβλημα. Θα τρέξω ξυπόλητος...».
Ξυπόλητος... τρέλανε τη Ρώμη κι όλο τον κόσμο. Ο ολυμπιακός μαραθώνιος του 1960 ήταν ο πρώτος που έγινε βράδυ, ο πρώτος που ξεκίνησε έξω από το Στάδιο, ο πρώτος που ολοκληρώθηκε έξω από αυτό (στην αψίδα του Μ. Κωνσταντίνου). Τη διαδρομή φώτισαν πυρσοί, τους οποίους κρατούσαν Ιταλοί φαντάροι. Τον παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες ενθουσιώδεις Ρωμαίοι, στους δρόμους της «αιώνιας πόλης». Οσα είδαν εκείνο το βράδυ είχαν κοσμοϊστορική σημασία. Σήμερα, μισό αιώνα μετά, ολυμπιακός μαραθώνιος δίχως Αφρικανούς πρωταγωνιστές ακούγεται σαν οξύμωρο σχήμα. Ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν ο πιονιέρος, αυτός που χάραξε τον δρόμο. Ο πρώτος χρυσός ολυμπιονίκης από τη Μαύρη Αφρική...«Περισσότερο απ' όλους, να προσέξεις αυτόν με το 26», συμβούλευσε τον Μπικίλα ο προπονητής του πριν από την εκκίνηση. Σύμφωνα με τις επίσημες λίστες, «αυτός με το 26» ήταν ο Μαροκινός Ραντί Μπεν Αμπντεσελέμ, το φαβορί της κούρσας.
Ο Μπικίλα έδωσε γρήγορο ρυθμό, ξέφυγε γρήγορα από το πλήθος και βρέθηκε επικεφαλής, δίπλα δίπλα με έναν μαυριδερό Αραβα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Στη φανέλα του είχε τον αριθμό 185. Μάταια έψαχνε ο ήρωάς μας για τον δρομέα με το νούμερο 26. Στην πραγματικότητα, ο Ραντί ήταν αυτός που έτρεχε στο πλευρό του! Το λάθος που είχε γίνει στη μοιρασιά των αριθμών ουδόλως πτόησε τον Μπικίλα. Πιστός στις εντολές του Νισκάνεν, ο λιπόσαρκος Αιθίοπας πάτησε το γκάζι στο 40ό χιλιόμετρο και εξαφανίστηκε προς τον τερματισμό.Το σημάδι του ήταν ο περίτεχνος οβελίσκος του Αξουμ. Τον είχαν κλέψει Ιταλοί στρατιώτες από την Αιθιοπία το 1937 και έμελλε να τον επιστρέψουν 68 χρόνια αργότερα, υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής. Κάτι σαν Ελγίνεια «made in Africa»...Το τελευταίο εμπόδιο που είχε να υπερπηδήσει ο Μπικίλα πριν από τον τερματισμό του (2:15:16.2) ήταν μια βέσπα που πετάχτηκε μπροστά του περίπου 50 μέτρα πριν από το νήμα! Τουλάχιστον δεν τον χτύπησε κανένα τραμ, όπως εκείνο το φουκαρά Κενυάτη στον περσινό μαραθώνιο της Αθήνας...
Ξυπόλητος... τρέλανε τη Ρώμη κι όλο τον κόσμο. Ο ολυμπιακός μαραθώνιος του 1960 ήταν ο πρώτος που έγινε βράδυ, ο πρώτος που ξεκίνησε έξω από το Στάδιο, ο πρώτος που ολοκληρώθηκε έξω από αυτό (στην αψίδα του Μ. Κωνσταντίνου). Τη διαδρομή φώτισαν πυρσοί, τους οποίους κρατούσαν Ιταλοί φαντάροι. Τον παρακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες ενθουσιώδεις Ρωμαίοι, στους δρόμους της «αιώνιας πόλης». Οσα είδαν εκείνο το βράδυ είχαν κοσμοϊστορική σημασία. Σήμερα, μισό αιώνα μετά, ολυμπιακός μαραθώνιος δίχως Αφρικανούς πρωταγωνιστές ακούγεται σαν οξύμωρο σχήμα. Ο Αμπέμπε Μπικίλα ήταν ο πιονιέρος, αυτός που χάραξε τον δρόμο. Ο πρώτος χρυσός ολυμπιονίκης από τη Μαύρη Αφρική...«Περισσότερο απ' όλους, να προσέξεις αυτόν με το 26», συμβούλευσε τον Μπικίλα ο προπονητής του πριν από την εκκίνηση. Σύμφωνα με τις επίσημες λίστες, «αυτός με το 26» ήταν ο Μαροκινός Ραντί Μπεν Αμπντεσελέμ, το φαβορί της κούρσας.
Ο Μπικίλα έδωσε γρήγορο ρυθμό, ξέφυγε γρήγορα από το πλήθος και βρέθηκε επικεφαλής, δίπλα δίπλα με έναν μαυριδερό Αραβα, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Στη φανέλα του είχε τον αριθμό 185. Μάταια έψαχνε ο ήρωάς μας για τον δρομέα με το νούμερο 26. Στην πραγματικότητα, ο Ραντί ήταν αυτός που έτρεχε στο πλευρό του! Το λάθος που είχε γίνει στη μοιρασιά των αριθμών ουδόλως πτόησε τον Μπικίλα. Πιστός στις εντολές του Νισκάνεν, ο λιπόσαρκος Αιθίοπας πάτησε το γκάζι στο 40ό χιλιόμετρο και εξαφανίστηκε προς τον τερματισμό.Το σημάδι του ήταν ο περίτεχνος οβελίσκος του Αξουμ. Τον είχαν κλέψει Ιταλοί στρατιώτες από την Αιθιοπία το 1937 και έμελλε να τον επιστρέψουν 68 χρόνια αργότερα, υπό το βάρος της διεθνούς κατακραυγής. Κάτι σαν Ελγίνεια «made in Africa»...Το τελευταίο εμπόδιο που είχε να υπερπηδήσει ο Μπικίλα πριν από τον τερματισμό του (2:15:16.2) ήταν μια βέσπα που πετάχτηκε μπροστά του περίπου 50 μέτρα πριν από το νήμα! Τουλάχιστον δεν τον χτύπησε κανένα τραμ, όπως εκείνο το φουκαρά Κενυάτη στον περσινό μαραθώνιο της Αθήνας...
Η Αιθιοπία υποδέχθηκε τον Μπικίλα με τιμές εθνικού ήρωα. Ο Χαϊλέ Σελασιέ του απένειμε παράσημο ανδρείας και τον προβίβασε στον βαθμό του δεκανέα. Γρήγορα, όμως, ο ολυμπιονίκης βρέθηκε μπλεγμένος: οι πραξικοπηματίες του Μενγκίστου εκμεταλλεύθηκαν την αφέλεια και την αγραμματοσύνη του και τον στρατολόγησαν στους κόλπους τους. Ο Μπικίλα βρέθηκε να κρατάει όπλο άθελά του, αλλά αρνήθηκε να πυροβολήσει επισήμους του καθεστώτος Σελασιέ. Οταν η κυβέρνηση κατέπνιξε το κίνημα, καταδίκασε σε θάνατο όσους συμμετείχαν σε αυτό. Τον Μπικίλα έσωσε από την κρεμάλα ο ίδιος ο αυτοκράτορας, υπό την πίεση πολυάριθμων επωνύμων της χώρας.Ανάμεσα στους Αγώνες του 1960 και του 1964, ο Μπικίλα έχασε μόνο μία φορά, στον μαραθώνιο της Βοστώνης το 1963. Ενώ όμως ετοιμαζόταν για το Τόκιο, υπέστη κρίση οξείας σκωληκοειδίτιδας και κατέρρευσε από τους πόνους. Ο θρύλος λέει ότι επέστρεψε στις προπονήσεις λίγες ώρες μετά την εγχείρηση. Ετρεχε στην αυλή του νοσοκομείου...
Ο Μπικίλα ταξίδεψε στην Ιαπωνία, αλλά έμοιαζε αδύναμος, αφού είχαν περάσει μόλις 40 μέρες από τη μέρα που χειρουργήθηκε. Ακόμη και όταν παρουσιάστηκε στην αφετηρία του μαραθωνίου, ελάχιστοι του έδιναν πιθανότητες νίκη. Δεν ήταν καν ξυπόλητος. Αυτή τη φορά φορούσε παπούτσια Asics.Η στρατηγική που ακολούθησε ήταν ίδια με του 1960: έμεινε με το γκρουπ των πρωτοπόρων ώς τα μισά και στη συνέχεια επιτάχυνε. Ηδη, στο 20ό χιλιόμετρο, ο ρυθμός του ήταν εξοντωτικός για τους υπόλοιπους. Ο Μπικίλα μπήκε πρώτος στο Στάδιο του Τόκιο, σε χρόνο ρεκόρ (2ω12:11.2) δίχως να απειλείται από κανέναν. Οταν εμφανίστηκε ο δεύτερος, είχαν περάσει κιόλας τέσσερα λεπτά. Εβδομήντα πέντε χιλιάδες Ιάπωνες αποθέωναν τον Αφρικανό, ο οποίος είχε ξαπλώσει στο χορτάρι και έκανε ασκήσεις για να χαλαρώσει. «Θα μπορούσα να τρέξω άλλα δέκα χιλιόμετρα αν χρειαζόταν», δήλωσε αργότερα στους εμβρόντητους δημοσιογράφους.Η μπάντα στο Τόκιο δεν γνώριζε τον εθνικό ύμνο της Αιθιοπίας. Κι έτσι, ο Αμπέμπε Μπικίλα γιόρτασε το ιστορικό του κατόρθωμα ακούγοντας τον γιαπωνέζικο ύμνο...Ο Μπικίλα έγινε ο πρώτος μαραθωνοδρόμος που κέρδισε δύο χρυσά ολυμπιακά μετάλλια. Θέλησε να κερδίσει και τρίτο, αλλά η προσπάθειά του στο Μεξικό τελείωσε άδοξα στο 17ο χιλιόμετρο, εξαιτίας ενός τραυματισμού (ρωγμώδες κάταγμα) στο πόδι. Η αποχώρησή του άνοιξε τον δρόμο για έναν άλλο σπουδαίο Αιθίοπα, και καλό φίλο του Μπικίλα, τον Μάμο Βόλντε. «Θα έχανα σίγουρα αν δεν είχε τραυματιστεί ο Αμπέμπε», παραδέχθηκε ο Βόλντε.
Αυτή η κακοτυχία ήταν ασήμαντο αστειάκι μπροστά στην τραγωδία που ακολούθησε. Ενα χρόνο αργότερα, ο Μπικίλα οδηγούσε το Volkswagen που του χάρισε η αιθιοπική κυβέρνηση για το θαύμα του 1964, όταν έχασε τον έλεγχο προσπαθώντας να αποφύγει μια φοιτητική διαδήλωση. Τα τραύματά του στη σπονδυλική στήλη και στο σβέρκο αποδείχθηκαν σοβαρότατα. Ο δις ολυμπιονίκης έμεινε παράλυτος από τον λαιμό και έζησε την υπόλοιπη ζωή του σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Το μόνο που κατόρθωσαν οι γιατροί που τον χειρούργησαν στο νοσοκομείο Στόουκ Μάντεβιλ της Αγγλίας (όπου νοσηλεύτηκε πολλά χρόνια αργότερα και ο συγχωρεμένος πια Μπόμπαν Γιάνκοβιτς) ήταν να τον μετατρέψουν από τετραπληγικό σε παραπληγικό.Ο Αμπέμπε Μπικίλα, ο «ξυπόλητος αυτοκράτορας» της Ρώμης, δεν απομακρύνθηκε από τους στίβους. Ασχολήθηκε με την τοξοβολία και συχνά ισχυριζόταν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι θα έτρεχε στον μαραθώνιο του Μονάχου με το καροτσάκι. Πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία στις 25 Οκτωβρίου 1973, σε ηλικία μόλις 41 ετών. Στην κηδεία του κηρύχθηκε εθνικό πένθος στην Αντίς Αμπέμπα, όπου τον αποχαιρέτησαν 75.000 συμπατριώτες του.
Νικ. Παπαδόγιαννης